Η ζωή και δράση του Πλωτίνου Ροδοκανάτη
Ο Πλωτίνος Ροδοκανάτης, μετανάστης, ακαδημαϊκός και πολιτικός αγωνιστής, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τις ελευθεριακές ιδέες στο Μεξικό και υπήρξε, επίσης, ο ιδρυτής της πρώτης αναρχικής εργατικής ομάδας της χώρας αυτής, επηρεάζοντας καταλυτικά το τότε αναδυόμενο εργατικό κίνημα των πόλεων, αλλά και το αγροτικό κίνημα, των δεκαετιών 1860, 1870 και 1880.
Ο ιστορικός D. Tapizo, αναφέρει ότι, με το ψευδώνυμο Jose Cosmos, ήταν ο μεταφραστής σημαντικού μέρους του έργου του Πιέρ Zοζέφ Προυντόν στην ισπανική γλώσσα, που είχαν εκδοθεί στη Bαρκελώνη το 1870 και στο Mεξικό το 1877. Τα έργα του Προυντόν ήταν τα πρώτα κλασικά αναρχικά έργα που κυκλοφόρησαν σε ολόκληρη την Κεντρική και Λατινική Αμερική.
Γεννημένος στην Αθήνα στις 14 Οκτώβρη 1828 (σ.σ: ισπανόφωνοι ιστορικοί λένε ότι γεννήθηκε το 1832), εγκαταστάθηκε με την αυστριακή μητέρα του στη Βιέννη, μετά το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος κατά τη διάρκεια του αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία από τους Τούρκους ήταν μέλος της ελληνικής τάξης των ευγενών. Η μητέρα του ήταν αυτή που τον ενθάρρυνε να σπουδάσει Ιατρική, αλλά, όπως συνέβαινε τότε και με αρκετούς άλλους φιλελεύθερους, ενώ ήταν ακόμα φοιτητής, έγινε ένας από τους υποστηρικτές της ουγγρικής ανεξαρτησίας και ταξίδευσε στη Βουδαπέστη για να πάρει μέρος στην εξέγερση του 1848. Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, ο Ροδοκανάτης, απογοητευμένος κατά κάποιο τρόπο από την ήττα της εξέγερσης, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Βερολίνο, όπου συνέχισε τις ιατρικές σπουδές του.
Καθ’ όσο ζούσε στο Βερολίνο, ανέπτυξε σπουδαίο ενδιαφέρον για την πολιτική φιλοσοφία και έγινε, αρχικά, θαυμαστής του Χέγκελ και, αργότερα, των Προυντόν και Φουριέ, δεχόμενος περισσότερο τις αναρχικές ιδέες Π.Z.Προυντόν, ενώ συμμετείχε σε κάθε επαναστατική κίνηση της εποχής του.
Το 1850 ο Ροδοκανάτης έκανε ένα ταξίδι στο Παρίσι για να συναντήσει προσωπικά τον Προυντόν, μετά το βαθύ του επηρεασμό από το έργο του δεύτερου «Τι είναι ιδιοκτησία». Μέσα σε λίγα χρόνια η οικογένειά του άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι ιατρικές του σπουδές άρχισαν να καθυστερούν. Όταν η οικογένειά του επέστρεψε στη Βιέννη το 1857, ο νεαρός φοιτητής αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι για να σπουδάσει Πολιτική Φιλοσοφία. Ενόσω βρισκόταν εκεί βρήκε, επίσης, το χρόνο να μάθει κάποιες γλώσσες (όπως την ισπανική) και να γράψει το πρώτο του φιλοσοφικό δοκίμιο με τον τίτλο «De la Naturaleza» («Για τη Φύση»), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι το 1860.
Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν ότι το 1862 βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετείχε στην αντι-οθωνική εξέγερση, ενώ προσπάθησε, από κοινού με τον Εμμανουήλ Δαούδογλου, να συγκροτήσει μια αναρχική ομάδα, χωρίς, όμως, επιτυχία. Οι απόψεις αυτές, όμως, δεν είναι επιβεβαιώνονται από την αμέσως μετά πορεία του
Ενώ ο Ροδοκανάτης ζούσε στο Παρίσι, συνάντησε ανάμεσα στους νεαρούς σοσιαλιστές φίλους του έναν μεξικανό, ο οποίος του μίλησε για τα Ψηφίσματα περί Γης της τότε μεξικανικής κυβέρνησης, για τις δηλώσεις του τότε προέδρου του Μεξικού, Ιγνάθιο Κομονφόρτ, σχετικά με την αγροτική μεταρρύθμιση καθώς και την πρόσκληση σε ξένους να μεταναστεύσουν στο Μεξικό και να προσπαθήσουν να ιδρύσουν νέες ανεξάρτητες αγροτικές αποικίες (κοινότητες). Τα νέα αυτά ενθουσίασαν τον Ροδοκανάτη και αποφάσισε ότι έπρεπε να πάει στο Μεξικό, ώστε να βεβαιωθεί ότι οι νέες αυτές αγροτικές κοινότητες θα μπορούσαν να οργανωθούν και αναπτυχθούν ως κομμούνες βασισμένες στις ελευθεριακές αντιλήψεις.
Καθώς ο Ροδοκανάτης προετοιμαζόταν να μεταβεί στο Μεξικό, έφτασαν κάποια νέα ότι η κυβέρνηση Κομονφόρτ κατέρρευσε και άρχισαν κάποιοι ταραχώδεις πόλεμοι για τη μεταρρύθμιση (την επονομαζόμενη Reforma). Έτσι, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ισπανία, ώστε να βελτιώσει τα ισπανικά του, αλλά και περιμένοντας να καταλαγιάσει η βία στο Μεξικό.
Ο ιστορικός του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος Mαξ Nεττλώ, αναφέρει ότι ο Ροδοκανάτης εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Mεξικό το 1863, αλλά ο John Hart και ισπανοί και μεξικανοί ιστορικοί αναφέρουν ότι αυτός αναχώρησε για το Μεξικό δύο χρόνια νωρίτερα, δηλαδή τον Απρίλη του 1861, από την Ισπανία, όταν έφτασαν κάποια νέα για τη νίκη της κυβέρνησης Χουάρεζ, κάτι που μάλλον είναι και το σωστότερο. Μετέβη αμέσως στη Βέρα Κρουζ, όπου ανακάλυψε ότι οι αγροτικές κοινότητες που σχεδιαζόταν να συγκροτηθούν από την προηγούμενη κυβέρνηση Κομονφόρτ, είχαν ήδη ξεχαστεί και εγκαταλειφθεί ως σχέδιο. Οξυδερκής καθώς ήταν, ο Ροδοκανάτης παρατήρησε ότι οι μεξικανοί αγρότες (campesinos) στα παραδοσιακά αγροτικά χωριά τους είχαν ήδη ανακαλύψει τις βασικές ιδέες των Προυντόν και Φουριέ, αλλά συνέχιζαν να καταπιέζονται από τους τσιφλικάδες (hacendados) και να πλήττονται από την αδιαφορία της καθόλου δημοφιλούς κυβέρνησης. Έτσι, αποφάσισε να οργανώσει τους αγρότες και να δημιουργήσει ένα σύστημα σοσιαλιστικών αποικιών με δική του πρωτοβουλία.
Σε μια αρχική προσπάθεια να κερδίσει συμπαθούντες, ο Ροδοκανάτης δημοσίευσε μια μπροσούρα με τίτλο «Cartilla socialista» («Σοσιαλιστικό Αλφαβητάριο»), όπου εξηγούσε τις αρχές μιας ουτοπικής αγροτικής κοινότητας σύμφωνα με τις ιδέες του Φουριέ. Στην μπροσούρα αυτή, ο Ροδοκανάτης ζητούσε από τον αναγνώστη να πεισθεί για την επιθυμία για το σοσιαλισμό διαμέσου των αποδείξεων με επιχειρήματα:
«Ποιος είναι ο υψηλότερος και λογικότερος σκοπός στον οποίο πρέπει να αφιερωθεί το ανθρώπινο μυαλό; Η επιτυχία μιας οικουμενικής αδελφότητας ανάμεσα και στα άτομα και στους λαούς, για την επιτυχία μιας γήινης ανθρώπινης μοίρας. Και ποια είναι η παρούσα κατάσταση της ανθρωπότητας; Οι άνθρωποι διαιρούνται παντού στη γη, όσον αφορά τη βιομηχανία, την τάξη, τα κόμματα, τις εθνικότητες κ.λπ. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους την καταστροφή και καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί, εχθρότητες και μίση, βία αρκετή ή λίγη, αντί για την αρμονία που έπρεπε να τους ενώνει, για την κοινή τους ευτυχία και για την εκπλήρωση της κοινής τους τύχης. Εξαιτίας της κατάστασης αυτής και παρά την εξαιρετική πρόοδο της ανθρωπότητας τους τελευταίους τρεις αιώνες, ειδικά στα ευρωπαϊκά έθνη, η ανθρωπότητα βρίσκεται ακόμα σε παγκόσμια κλίμακα κάτω από μια διαβολική εξουσία». (σ.σ.: Ο πλήρης τίτλος αυτής της μπροσούρας ήταν «Cartilla socialista. El catecismo elemental de la escuela de Carlos Fourier – El Falansterio» - «Σοσιαλιστικό Αλφαβητάριο. Η στοιχειώδης κατήχηση της σχολής του Σαρλ Φουριέ – Το Φαλανστήριο» και εκδόθηκε από τον Χοσέ Βαλαδές).
Ο Ροδοκανάτης συμμερίστηκε την αντίληψη του Προυντόν για τη σύμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου, αλλά πίστεψε ότι η ατομική δικαιοσύνη, η άνιση κατανομή του πλούτου και η εκμεταλλευτική φύση της επικρατούσας κοινωνικής τάξης δημιούργησαν ηθικές διαφορές και διεφθαρμένες κυβερνήσεις και έθεσαν τον ένα άνθρωπο ενάντια στον άλλον. Μια ακόμα απόδειξη γι’ αυτή του την άποψη (δηλαδή, τη σύμφυτη καλοσύνη και τη διαφθορά του ανθρώπου που προκαλείται από την ιδιωτική ιδιοκτησία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες), αποτελεί και μια άλλη εργασία του, με τίτλο «Estudios de filosofia social» («Μελέτες για την κοινωνική φιλοσοφία»), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «El Socialista» («Ο Σοσιαλιστής») στις 26 Φλεβάρη και 9 Μάη 1883, αλλά και διάφορα άλλα άρθρα του στην ίδια εφημερίδα κατά τη δεκαετία του 1880.
Την εποχή αυτή και οι μαρξιστές, αλλά και, ειδικά, οι αναρχικοί, προωθούσαν αυτή την άποψη, ότι, δηλαδή, μετά την επιτυχία της επανάστασης οι φυλακές δεν θα ήσαν πλέον απαραίτητες.
Αφού απέτυχε να προσελκύσει τον αριθμό των ανθρώπων που χρειαζόταν για την ίδρυση μιας αγροτικής αποικίας, ο Ροδοκανάτης προσπάθησε να αποκτήσει μια θέση δασκάλου στο Κολέγιο San Ildefonso της Πόλης του Μεξικού. Δεν μπόρεσε, όμως, να κερδίσει την υπόληψη των υπευθύνων του Κολεγίου (colegio) προς το άτομό του και δέχτηκε, τελικά, μια θέση δασκάλου σ’ ένα τοπικό προπαρασκευαστικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στο εν λόγω σχολείο, επηρέασε και μύησε στον ελευθεριακό σοσιαλισμό αρκετούς σπουδαστές που έγιναν ακολουθητές του. Έτσι, το 1863 οι σπουδαστές αυτοί δημιούργησαν μια ομάδα μελέτης, που το 1865 έγινε γνωστή με το όνομα Grupo de Estudiantes Socialistas (Ομάδα Σοσιαλιστών Σπουδαστών). Η ομάδα θεωρείτο το μεξικανικό τμήμα της, μπακουνικής έμπνευσης, Διεθνούς.
Όπως γράφει ο M. Genofonte (στο άρθρο του με τίτλο «Πλωτίνος Ροδοκανάτης: Ο αναρχισμός και ο εργατικός αγώνας στο Μεξικό», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «La Campana» της πόλης Ποντεβέδρα της Ισπανίας), ο Ροδοκανάτης, στην ουσία, ποτέ δεν υποστήριξε τις απόψεις του Μ.Μπακούνιν. Οι απόψεις του προσέγγιζαν κυρίως κάποιες από τις δημιουργικές ιδέες των πρώτων αναρχικών, συνηγορώντας περισσότερο υπέρ της αρμονίας του ανθρώπου με τη φύση, συνδέοντας αυτές του τις απόψεις με κάποιες σχεδόν θρησκευτικές ιδέες περί πανθεϊσμού και άρνησης της βίας. Ειδικά για τη βία, πίστευε ότι βιάζει την ιστορία και επιβραδύνει κάθε κοινωνική αλλαγή. Γι’ αυτό και ο Ροδοκανάτης τασσόταν εναντίον των ένοπλων επαναστατικών ομάδων, βασίζοντας τις ελπίδες του για αλλαγή στην προπαγάνδα, στην αυτοδιεύθυνση και στον κοινωνικό μετασχηματισμό από κάτω προ τα πάνω, καλώντας για ριζοσπαστικότερους άμεσους αγώνες. Ο ίδιος έβλεπε τους νεαρούς συντρόφους του (της Ομάδας Σοσιαλιστών Σπουδαστών) ως συνεχιστές του αναρχικού ιδανικού. Στην πραγματικότητα, ο Ροδοκανάτης και οι σύντροφοί του έθεσαν τις βάσεις και έδωσαν μορφή στην αλληλοβοήθεια και την αλληλοϋποστήριξη ανάμεσα στις κοινότητες που αγωνίζονταν για καλυτέρευση της ζωής και των συνθηκών εργασίας τους. Και η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε αρκετά γρήγορα!
Ανάμεσα στα μέλη της Ομάδας Σοσιαλιστών Σπουδαστών συγκαταλέγονταν μελλοντικές φυσιογνωμίες του μεξικανικού αναρχισμού και σοσιαλισμού: ο Φραντσίσκο Ζαλοκόστα – ένας νεαρός «ζηλωτής» που ηγήθηκε των κατοπινών αγροτικών εξεγέρσεων - ο Σαντιάγκο Βιλλανουέβα – ο οργανωτής του εργατικού κινήματος των πόλεων – και ο Χερμενεγκίλδο Βιλλαβιγκένθιο – που συνεργάστηκε με τον Ζαλοκόστα στη δεκαετία του 1860, αλλά πέθανε πριν συμβούν τα μεγάλα γεγονότα των δεκαετιών 1870 και 1880. Όλοι τους έγιναν τεχνίτες αφότου αποφοίτησαν από το σχολείο και άρχισαν τις οργανωτικές δραστηριότητές τους ανάμεσα στους τεχνίτες της Πόλης του Μεξικού, οι οποίοι είχαν τότε αρχίσει να εκφράζουν μια όλο και αυξανόμενη δυσαρέσκεια για το αναπτυσσόμενο εργοστασιακό σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων. Τα εργοστάσια είχαν καταστήσει τους τεχνίτες οικονομικά τρωτούς και το παραδοσιακό συντεχνιακό σύστημα αλληλοπροστασίας τους ήταν ανίσχυρο. Επίσης, η μεξικανική συντεχνιακή παράδοση - παρακλάδι του ισπανικού και ευρωπαϊκού συντεχνιακού συστήματος, που είχε τόσο εμβριθέστατα εμπνεύσει τον Προυντόν - συνεισέφερε στην υιοθέτηση εκ μέρους των Μεξικανών τεχνητών των προυντονικών αλληλοβοηθητικών ιδεών.
Ένα από τα πρώτα σχέδια που ανέλαβαν οι σπουδαστές ήταν να αναζωογονήσουν τη απενεργοποιημένη αλληλοβοηθητική οργάνωση La Sociedad Particular de Socorros Mutuos (Ειδικός Αμοιβαίος Αλληλοβοηθητικός Σύνδεσμος), η οποία είχε, αρχικά, ιδρυθεί το 1853 από τεχνίτες καπελοποιούς. Φυσικά, η νέα οργάνωση δεν είχε καμία σχέση με την προκάτοχό της, επειδή το 1853 οι σοσιαλιστικές ιδέες δεν ήσαν ακόμα ριζωμένες στο Μεξικό.
Το 1865, όπως θα δούμε παρακάτω, η ομάδα αυτή, υπό την καθοδήγηση του Πλωτίνου Ροδοκανάτη, οργάνωσε την πρώτη ιστορικά καταγραμμένη απεργία στο Μεξικό, σε δύο εργοστάσια υφαντουργίας. Η απεργία αυτή εμποδίστηκε σημαντικά από το στρατό του τότε αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (ο οποίος ήταν μαριονέτα του γάλλου Ναπολέοντα Γ’).
Το 1864, ενώ δίδασκε σε ένα άλλο προπαρασκευαστικό σχολείο, ο Ροδοκανάτης δημοσίευσε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Neopanteismo. Consideracion sobre el hombre y la naturaleza» («Νεοπανθεϊσμός. Εκτίμηση για τον άνθρωπο και τη φύση»). Το κείμενο αυτό έγινε αμέσως κεντρικό σημείο διαλόγου ανάμεσα στους σπουδαστές, ενώ σύντομα το ακολούθησαν άλλα κείμενα, τα οποία σχολίαζαν λεπτομερώς τα περισσότερο επαναστατικά στοιχεία του πρώτου. Όπως και το «Cartilla Socialista», το κείμενο αυτό βοήθησε στην εδραίωση μιας περισσότερο αφοσιωμένης στον αγώνα ομάδας σπουδαστών-ακολουθητών του Ροδοκανάτη.
Οι ιδέες του Ροδοκανάτη δημιούργησαν μια βάση για τη φιλοσοφική ανάπτυξη του μεξικανικού αναρχισμού. Περιέθαλψε την ιδέα των ουτοπικών χωρικών φαλανστηρίων του Φουριέ και, όπως ο Προυντόν, την προσάρμοσε στην ιδέα των αλληλοβοηθητικών συνδέσμων και συνεργατικών (co-operatives) των συνοδευόμενων από την άρνηση του κράτους. Επιζητούσε (ο Ροδοκανάτης) μια ομοσπονδιακή πολιτική δόμηση, καταγγέλοντας το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής δραστηριότητας, ενώ αρνήθηκε και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Τα δοκίμιά του ακολούθησαν το δρόμο αυτών των στοχαστών του 19ου αιώνα. Όπως οι Κόμτε, Μαρξ και Σπένσερ, ο Ροδοκανάτης επιζήτησε οικουμενικούς νόμους. Όπως ο Κόμτε και ο Σπένσερ ήθελε, κατά ιδεαλιστικό τρόπο, να αναδείξει την «αληθινή φύση του ανθρώπου». Κατά την άποψή του αυτή «η αληθινή φύση του ανθρώπου» απαιτούσε τον ελευθεριακό σοσιαλιστικό τρόπο ζωής που είναι σήμερα γνωστός ως αναρχισμός. Επιζητούσε να εξαλείψει το ρόλο του κράτους στις εσωτερικές οικονομικές υποθέσεις, να οργανώσει εκ νέου την ιδιοκτησία μέσω συνεργατικών και να καταργήσει την πολιτική και τα πολιτικά κόμματα. Αυτό έγραφε, μάλιστα, στην εργασία του με τίτλο «Lo que queremos» («Αυτό που επιθυμούμε»), που δημοσιεύτηκε στο «El Hijo del Τrabajo» («Ο Γιος της Εργασίας») στις 28 Απρίλη 1878:
«Στην αρχή θα υπάρξει ίση κατανομή της βιομηχανικής παραγωγής και του πλούτου. Τότε αυτή η πρακτική θα εξαπλωθεί από τις προσπάθειες των αδελφών μας που θα έχουν ενωθεί με βάση τα κοινά τους ενδιαφέροντα. Ακολουθώντας αυτό, θα πορευτούμε στον κοινωνικό δρόμο που είναι και ο φυσικός». (Πλ. Ροδοκανάτης, El Programa Social - Το Κοινωνικό Πρόγραμμα - 16 Απρίλη 1876).
Επεξεργάστηκε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Ο δρόμος του σοσιαλισμού σήμερα είναι αυτός της Γαλλικής Επανάστασης του 1793 – ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα, στο οποίο προσθέτουμε την ενότητα. Ελευθερία σημαίνει την ανάπτυξη όλων των ειδικοτήτων ή των τεχνών και όλων των ατομικών ταλέντων χωρίς περιορισμό. Ελευθερία σημαίνει το δικαίωμα στην εξάσκηση όλων των ειδικοτήτων χωρίς την απόκτηση επίσημων τίτλων και αδειών ή επιτρέποντας το μονοπώλιό τους από τα πανεπιστήμια. Ελευθερία σημαίνει την απελευθέρωση και επανόρθωση των γυναικών και ατομική ελευθερία από όλες τις απαγορεύσεις.
Ισότητα σημαίνει ίσα δικαιώματα σύμφωνα με το νόμο, ισότητα των κοινωνικών θέσεων μέσα σε ένα έθνος, ίση κατανομή του πλούτου και ισότητα συνείδησης πριν η οικουμενική ηθική τάξη αντιπροσωπευτεί από την ανθρωπότητα. Αυτό αποτελεί το αξίωμα του κοινού νόμου. Αδελφότητα σημαίνει αλληλεγγύη που επιτυγχάνεται με την αγάπη και τη φιλανθρωπία ανάμεσα στα μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας. Όχι άλλη διαφωνία, όχι άλλο μίσος ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα, όχι άλλες θρησκευτικές σταυροφορίες ή καταδιώξεις σαν αυτές που έχουμε ήδη δει από ομάδες που διεκδικούν μια θέση στους Ουρανούς, αλλά εδώ στη Γη που έχουν αντιπροσωπευτεί μόνο με την ατιμία σε βάρος όλης της ανθρωπότητας.
Ενότητα είναι η σύγκλιση όλων των ατομικών ενδιαφερόντων με αυτά της γενικής ευημερίας. Ενότητα είναι η ένωση όλων για πάντα, με την έννοια του συνδέσμου, των ταλέντων και της εργασίας και του κεφαλαίου». (Από άρθρο του στο «El Socialista» στις 28 Μάη 1876).
Στο κάλεσμά του για την ελευθερία του ανθρώπου από όλες τις απαγορεύσεις, ο Ροδοκανάτης εξέφρασε τις περισσότερο ριζοσπαστικές ελευθεριακές απόψεις του καιρού του. Κατά ειρωνικό τρόπο, μπορεί κάποιος να διακρίνει τους σπόρους του αναρχικού «αντι-ακαδημαϊσμού» ακόμα και στην εργασία του ίδιου του ακαδημαϊκού Ροδοκανάτη. Η αντίθεσή του στον πανεπιστημιακό έλεγχο των επαγγελμάτων και των επίσημων πτυχίων προσδιόρισε τις αντιδράσεις μιας ομάδας ανθρώπων που αγωνίζονταν ενάντια σε ό,τι έβλεπαν ως απαγορευτικό θεσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Καθώς ο αγώνας αυτός εντάθηκε, η δυσαρέσκεια ενάντια στους ακαδημαϊκούς και τους θεσμούς που αντιπροσώπευαν άρχισε να αναπτύσσεται συνεχώς. (Για το ίδιο θέμα υπάρχει άρθρο του Χοσέ Μαρία Γκονζάλεζ στην αναρχική εφημερίδα «El Hijo del Trabajo» («Το Παιδί της Εργασίας» στις 14 και 28 Ιούλη 1878). Συνεπείς με τις απόψεις του Ροδοκανάτη για ελευθερία ειδίκευσης, οι αναρχικοί συντάκτες του «El Hijo del Trabajo» υπερασπίστηκαν για αρκετά χρόνια κάποιον ψευτογιατρό, ονόματι Χουάν Γκονζάλεθ, ενάντια στις συχνές επιθέσεις σε βάρος του από τρίτους. Ο Γκονζάλεθ διαφήμιζε τις θαυματουργές του θεραπείες σε σχεδόν κάθε τεύχος της εφημερίδας.
Ο Ροδοκανάτης, συνεπής με τις ιδέες του ευρωπαϊκού αναρχισμού, έκανε μια έκκληση για κατάργηση όλων των εθνικών συνόρων και για μια παγκόσμια αδελφότητα των λαών:
«Η συσσώρευση τεράστιων ποσών κεφαλαίου θα είναι τότε μόνον απαραίτητη καθώς το κίνημα εξαπλώνεται και όλα τα έθνη της Γης θα ενωθούν με βάση το πνεύμα του συνεργατισμού και ο εγωισμός θα μετατραπεί σε σεβασμό για το κοινό ενδιαφέρον». (Από το «El Programa Social»).
Η αναρχική οργάνωση «La Social» («Η Κοινωνική») που δημιουργήθηκε από την Grupo de Estudiantes Socialistas το 1865-1866 και ηγήθηκε από τον Ροδοκανάτη, επεδίωκε να αποτελέσει το όχημα διαμέσου του οποίου οι στόχοι θα επιτυγχάνονταν στο Μεξικό:
«Η La Social έχει ως πρόγραμμά της, όπως και εμείς, την παγκόσμια ένωση. Δεν αναγνωρίζει εθνικότητα. Τα τρία σύμβολά της είναι ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα. Η Ιερή Ιδέα». («El Hijo del Trabajo», 9 Μάη 1876).
Ο Ροδοκανάτης απέδωσε το πολιτικό χάος, την οικονομική στασιμότητα και την τρομερή φτώχεια στη μεξικανική κοινωνία στην ύπαρξη της κυβέρνησης και της δημοκρατίας με την επίσημη θεσμοθέτησή της:
«Ο (πρόεδρος) Lerdo ζει στο φόβο εξαιτίας αυτής της τύχης που έχει κληρονομηθεί από τους προκατόχους του – την επανάσταση. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από την εξουσία της, καμία κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να ανακουφίσει τη μιζέρια και τις ατυχίες των φτωχών… Έτσι, μπορούμε λογικά να συμπεράνουμε ότι καμία από τις νόμιμα ή παράνομα θεσμοθετημένες κυβερνήσεις διαμέσου ολόκληρης της ιστορίας του Μεξικού δεν έχει καταστεί ικανή να θεραπεύσει ένα απλό πρόβλημα που έχει αναστατώσει τον κόσμο. Κι αυτό επειδή η κυβέρνηση από την ίδια της τη φύση δεν έχει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ώστε να παράγει επιθυμητά αποτελέσματα… Γι’ αυτό η δημοκρατία είναι ανίσχυρη να δημιουργήσει ευτυχία για τον κόσμο, εξαιτίας της φύσης της οργάνωσης και του τρόπου ύπαρξής της». («La organizacion del trabajo» - «Η οργάνωση της εργασίας» -, στο «El Socialista» 27 Φλεβάρη 1876).
Βλέποντας την απελπισία ανάμεσα στους Μεξικανούς τεχνίτες, τους εργάτες της πόλης και τους αγρότες, ο Ροδοκανάτης παρατήρησε ότι η δημοκρατία θα καταρρεύσει «εάν δεν γονιμοποιηθεί από αυτό το άγιο και πολυαγαπημένο δόγμα του σοσιαλισμού, το οποίο απελευθερώνει από τις υψηλότερες και περισσότερο εκθειαζόμενες αρχές της φιλοσοφίας, που εξασφαλίζουν στην ανθρώπινη ύπαρξη τη διατήρησή της, ένα μέλλον μέσω του αιώνιου νόμου της εργασίας, κάτω από το βασίλειο της οποίας είναι αντικείμενα όλων των ειδών της φύσης». («La organizacion del trabajo» - «Η οργάνωση της εργασίας» -, στο «El Socialista» 27 Φλεβάρη 1876).
Η παραπάνω παραπομπή στον «αιώνιο νόμο της εργασίας» φέρνει στην παρατήρησή μας την άποψη του Ροδοκανάτη περί του συνεχούς μηχανισμού της ιστορίας, κάτι που εκφράστηκε πρώτα από τον Φουριέ και μετασχηματίστηκε αργότερα από τον Προυντόν, κυρίως ως απάντηση στη μαρξιστική διαλεκτική. Ανάμεσα στη διαδικασία της συνεχούς ιστορικής πορείας όλοι οι άνθρωποι και οι κανόνες συμπεριφοράς τους είναι υποκείμενοι στους «αιώνιους νόμους» της ανάπτυξης. Για παράδειγμα, ο Προυντόν ανίχνευσε τις, σύμφωνα με αυτόν, «ανήθικες πλευρές» της ανθρώπινης ελευθερίας ως ιστορική διαδικασία μέσα στην κοινωνία ως ακολούθως: «ελευθερία των ατόμων, ελευθερία της εργασίας, ελευθερίας συνείδησης, ελευθερία της επεξεργασίας, ελευθερία ψήφου». Το άτομο για τον Προυντόν αντιπροσώπευσε «το βασικό τμήμα της κοινωνίας, αλλά η αναπτυσσόμενη κοινωνία προνόησε τη συνεχή τάξη μέσα στην οποία η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου βρήκε εκπλήρωσή της. Το άτομο ήταν το ακέραιο τμήμα της κοινωνίας. Και όπως το εσωτερικό όργανο που δρούσε ως συστατικό του ανθρώπινου σώματος, το άτομο λειτουργούσε ως ένα ακέραιο τμήμα της κοινωνίας».
Αλλά ο Ροδοκανάτης πίστευε ότι η ομαλότητα αυτή προχώρησε, πέρα από τους απλούς ανθρώπους και την κοινωνία, στην ύπαρξη οικουμενικών νόμων που διακανόνιζαν όλα τα ουράνια σώματα και τα ζώντα όντα στον κόσμο. Οι «αιώνιοι νόμοι» του Προυντόν, από τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν και τέθηκαν σ’ εφαρμογή, σύμφωνα με το Ροδοκανάτη, θα μπορούσαν να απελευθερώσουν όλη την ανθρωπότητα, επειδή τα προβλήματα τα σύμφυτα στην αναζήτηση για μια ίση και δίκαιη κοινωνία θα μπορούσαν τότε να προβλεφθούν και να πραγματευτούμε με αυτά». («Medula panteistica del sistema filosofiko de Spinoza» - «Η πανθεϊστική ουσία του φιλοσοφικού συστήματος του Σπινόζα». Το άρθρο αυτό ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου του Ροδοκανάτη, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο «El Socialista», στις 27 και 31 Μάρτη και 10 Απρίλη 1885).
Δοσμένης της ανθρωπιστικής και αισιόδοξης εμπιστοσύνης που διακατείχε τους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα (σ.σ.: εκείνη την εποχή ακόμα και οι αναρχικοί αποκαλούνταν σοσιαλιστές) όσον αφορά την ικανότητα της ανθρωπότητας να επιλύσει τελεσίδικα τα προβλήματά της, θεωρητικές απόψεις σαν κι αυτές του Ροδοκανάτη χρησιμοποιούνταν για να δικαιολογήσουν το σοσιαλισμό. Πάντως, όταν λαμβάνονταν υπόψη από μια κυριολεκτική άποψη, ειδικά από τους συντηρητικούς μεξικανούς θρησκευτικούς συγγραφείς - οι οποίοι δεν είχαν διαβάσει ποτέ Προυντόν ή Φουριέ και οι οποίοι δεν είχαν ακούσει ποτέ για τις συνεχείς αρχές ή την μαρξιστική διαλεκτική και, για παραδοσιακούς λόγους, δεν θα μπορούσαν να δεχθούν τον Κόμτε ή και το Σπένσερ ακόμα - ο Ροδοκανάτης εμφανίστηκε σε αυτούς ως συγχυσμένος.
Αντίθετα με μερικούς από τους ενθουσιώδεις του μαθητές, όπως ο Ζαλοκόστα, ο Ροδοκανάτης (όπως είπαμε πριν) φοβόταν τη βία και τις ταραχές της επανάστασης. Ήταν πάντα στοχαστής και ιδεαλιστής παρά άνθρωπος της βίαιης δράσης, υποστηρίζοντας την ειρηνική μετάβαση από τον καπιταλισμό σε μια κοινωνία βασισμένη στην ιδέα των εθελοντικών οργανώσεων συνδεδεμένων σε μια ομοσπονδία χαλαρών δεσμών. Οι σύνδεσμοι αυτοί θα μπορούσαν να καταργήσουν το σύστημα των πολιτικών κομμάτων, το σύστημα της μισθωτής εργασίας και τους ποικίλους βαθμούς πλούτου μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία με μια οικονομική και κοινωνική ισότητα, ελεύθερες πιστώσεις, αλληλοβοήθεια και φιλανθρωπία. Ο Ροδοκανάτης διέβλεψε μια νέα ανθρώπινη τάξη να αναπτύσσεται με την οποία θα μπορούσε να απολαύσει τη βιομηχανική παραγωγικότητα των παλαιών κοινωνιών, αλλά αντικαθιστώντας την εκμετάλλευση και τη μιζέρια με αδελφότητα, αγάπη και συνεργασία. («Peligros para el porvenir» - «Κίνδυνοι για το μέλλον» - στο «El Socialista», 12 Μάρτη 1867, αλλά και στα «La Asociacion» - «Ο Σύνδεσμος» - στο ίδιο έντυπο στις 26 Μάρτη 1876, «Lo que queremos» και «Viva Socialismo» - «Ζήτω ο Σοσιαλισμός» - στο «El Hijo del Trabajo», στις 17 Μάρτη 1878).
Συνεπής μ’ αυτή τη νέα τάξη, ο Ροδοκανάτης εξέφρασε, σε αρκετές περιπτώσεις, το ενδιαφέρον του για αδελφότητα, αγάπη και συνεργασία μ’ ένα κάλεσμα για την απελευθέρωση των γυναικών. Σκεφτόταν, μάλιστα, να στρατολογήσει αρκετές γυναίκες στη «La Social», πράγμα που, βέβαια, έκανε. Οι γυναίκες αυτές έγιναν αργότερα οι πρώτες γυναίκες αντιπρόσωποι στο Μεξικανικό Εθνικό Εργατικό Κογκρέσο. (Υπάρχουν σχετικά άρθρα του Ροδοκανάτη στο «El Socialista» στις 28 Μάη 1876 και, επίσης, στο «El Hijo del Trabajo» στις 9 Μάη 1876). Μία από αυτές, η Σολεδάδ Σόσα, δίδαξε αργότερα Λογοτεχνία στο εργατικό σχολείο που ιδρύθηκε από το Κογκρέσο.
Ο Ροδοκανάτης αισθανόταν πάντα ότι ο άνθρωπος αυτός που θα ζούσε σε ένα σοσιαλιστικό περιβάλλον θα μπορούσε να το κάνει χωρίς πίεση. Γι’ αυτό, το κριτήριο για τη διανομή της παραγωγής θα μπορούσε να βασιστεί περισσότερο στις ανάγκες παρά στην ποσότητα της προσφερόμενης εργασίας. Αυτό, φυσικά, προηγήθηκε της θέσης που υποστηρίχθηκε από τον Κροπότκιν. Ο Ροδοκανάτης πίστεψε ότι, από τη στιγμή που το σύστημα της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας και εκμετάλλευσης σε βάρος του ατόμου έφτανε στο τέλος του (σ.σ.: οι περισσότεροι σοσιαλιστές της εποχής πίστευαν ότι από ώρα σε ώρα θα καταρρεύσει ο καπιταλισμός και θα έρθει η επανάσταση που θα εγκαθιδρύσει το σοσιαλισμό), ο εργάτης θα μπορούσε να συνεισφέρει στο συλλογικό καλό σύμφωνα με την ελεύθερη θέλησή του και «με ένα φυσικό τρόπο». Οι διαρκείς αναφορές του στο φυσικό συνεργατισμό των ανθρώπων είναι και πάλι προυντονικής προέλευσης και προλαμβάνουν τις ύστερες εργασίες του Κροπότκιν. Σύμφωνα με τον αναρχικό ιστορικό και συγγραφέα Άνχελ Καππελλέττι, όπως και ο Κροπότκιν, έτσι και ο Ροδοκανάτης έτρεφε εμπιστοσύνη στο πνεύμα κοινοτισμού και στο έμφυτο μίσος των ανθρώπων για το κράτος και σ’ αυτά βάσιζε την έλευση ενός σοσιαλιστικού μέλλοντος.
Επιπλέον, προσδοκούσε από τον καπιταλιστή να εισέλθει στη νέα συνεργατική κοινωνία και να προσφέρει τα πλούτη και τα προνόμιά του ελεύθερα, σύμφωνα με τα όσα υπαγορεύει ο φυσικός νόμος και το ένστικτο για αλληλοβοήθεια στο οποίο αυτός αισθανόταν ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντισταθεί αόριστα. (Υπάρχει σχετικό άρθρο του Ροδοκανάτη στο «El Socialista» στις 28 Μάη 1876, ενώ ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει και στην «Αλληλοβοήθεια» του Κροπότκιν στη σελίδα 362 της αγγλικής έκδοσης).
Αντίθετα με πολλούς άλλους μεξικανούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα, ο Ροδοκανάτης αποκάλυψε στα γραπτά του κάποιες γνώσεις μαρξισμού, αποδεικνύοντας όμως και την αντίθεσή του σ’ αυτόν (στο άρθρο του «Peligros para el porvenir», για παράδειγμα). Για να έχει καλύτερα αποτελέσματα στις προσπάθειές του όσον αφορά την οικοδόμηση ενός αναρχικού κινήματος στο Μεξικό (αν και μη «μπακουνικός»), ο Ροδοκανάτης προτίμησε τη δημιουργία μπακουνικού τύπου μυστικών συνδέσμων και για να προπαγανδίσουν τη σοσιαλιστική θεωρία και για να κερδίσουν δημοτικότητα για τη θεωρία, με την εισαγωγή ενός προγράμματος για την εργατική τάξη βασισμένου πάνω σε άμεσα θέματα. (Υπάρχει σχετικό άρθρο του Ροδοκανάτη στο «El Socialista» στις 14 Μάη 1876)
Ο μυστικός σύνδεσμος «La Social» σχεδίαζε να εισαγάγει το σοσιαλισμό στο Μεξικό. Όπως το έθεσε ο Ροδοκανάτης, η «La Social» σχεδίαζε να εργαστεί πάνω «στη μη εφαρμογή της σχέσης κράτους-οικονομικού συστήματος, την αναδιοργάνωση της ιδιοκτησίας, την κατάργηση της πολιτικής και των πολιτικών κομμάτων, της ολοκληρωτικής καταστροφής του φεουδαρχικού συστήματος και της ψήφισης αγροτικών μεταρρυθμιστικών νόμων. Αυτό είναι σοσιαλισμός και αυτό θέλουμε…». (Άρθρο του Ροδοκανάτη στο «El Hijo del Trabajo» στις 28 Απρίλη 1878). Διέβλεπε πάντα προς ένα συνεργατικό σύστημα τεχνητών εργαστηρίων, εργατικών κολεκτίβων και αγροτικών κομμούνων ως την ηθική αντίθεση σε μια ανήθικη καπιταλιστική κοινωνία.
Ο Ροδοκανάτης έχει περιγραφεί ως μαθητής του Φουριέ. (Victor Alba, Las ideas sociales contemporaneas en Mexico – Οι σύγχρονες κοινωνικές ιδέες στο Μεξικό. Στο έργο αυτό παρέχεται ένα παράδειγμα αυτής της τάσης υπεραπλούστευσης με τη θεώρηση του Ροδοκανάτη ως μαθητή του Φουριέ). Αλλά ως σοσιαλιστής των μέσων και του τέλους του 19ου αιώνα, είναι ξεκάθαρο ότι ο Προυντόν ήταν αυτός που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση σ’ αυτόν. Η αντίληψή του για την κυβέρνηση είναι το καλύτερο παράδειγμα για την επίδραση αυτή. Επηρεάστηκε από το προυντονικό ιδανικό για μια α-κρατική κοινωνία, ενώ ο Φουριέ υπέθετε πάντα την ύπαρξη του κράτους. Ο Ροδοκανάτης θαύμαζε, προφανώς, τον Φουριέ, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία για το ότι υποστήριζε την άποψη για το ρόλο που μπορεί να παίξει το κράτος (στα άρθρα του «La organizacion del trabajo» και «Lo que queremos»). Διαφωνούσε, επίσης, με τον Φουριέ και στο ζήτημα της διανομής του πλούτου. Διαφοροποιώντας το αξίωμα του δεύτερου «στον καθένα ανάλογα με το κεφάλαιο, την εργασία και τις ικανότητές του» ο Ροδοκανάτης πήρε τη θέση του Προυντόν, ότι μόνο η ατομική παραγωγικότητα μέσα στην ισότιμη ομάδα και η προσωπική ανάγκη του ατόμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Είδε την ανισότητα των ρόλων της ατομικής εργασίας, αλλά είδε επίσης και τον καθένα απ’ αυτούς τους ρόλους το ίδιο απαραίτητους στην κοινωνία. (Αυτό συναντάται και στα έργα του Προυντόν, αλλά και στα άρθρα του Ροδοκανάτη «El Programa Social» και «Viva Socialismo»).
Όπως ο Προυντόν, έτσι και ο Ροδοκανάτης αντιλήφθηκε ότι οι ακαδημαϊκοί έπαιζαν έναν ελιτίστικο ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Υιοθετώντας την άποψη που είχε προσωρινά υποστηρίξει ο Προυντόν στη δεκαετία του 1850, όταν ο Ροδοκανάτης τον γνώριζε ήδη, έγραφε: «Εμείς που προικιστήκαμε από την καλή τύχη αναγνωρίζουμε την αποστολή και την υποχρέωσή μας… Kινούμαστε από την αγάπη για τις γυναίκες και τα παιδιά μας και από τη γνώση που παρέχεται από τις κοινωνικές επιστήμες… (η αγάπη και η γνώση) είναι συνδεδεμένες, όπως το φως και οι άλλες κοσμικές ύλες που βρέθηκαν στο σύμπαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας και μας υπηρετούν σαν φυλακτό». (Στο «Peligros para el porvenir»).
Αντιμετώπιζε τη διανόηση ως ένα εκλεκτό μέρος δασκάλων και διασπορέων ψευδών πληροφοριών στις μάζες και, ως αποτέλεσμα αυτού, αφιερώθηκε στη συγγραφή φιλοσοφικών πραγματειών και άρθρων εφημερίδων, συνήθως, τα οποία δεν απευθύνονταν πάντα προς τους αναγνώστες των σοσιαλιστικών και εργατικών εφημερίδων και περιοδικών.
Η δημοσιευμένη το 1874 φιλοσοφική επιθεώρηση του Ροδοκανάτη με τον τίτλο «El Craneoscopio» (σ.σ.: εννοεί μάλλον το περίγραμμα του κρανίου), έρχεται σε οξύτατη αντίθεση με τα συνηθισμένα του άρθρα σε εφημερίδες με εργατικό κοινό. (Το περιοδικό «El Craneoscopio» έφερε ως υπότιτλο «Periodico Frenologico y Cientifico» - «Φρενολογικό και Επιστημονικό Περιοδικό» και κυκλοφόρησε στο διάστημα 16 Απρίλη και 10 Ιούνη 1874).
Ο Ροδοκανάτης προσπάθησε να προσηλυτίσει στο σοσιαλισμό τους αναγνώστες με την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Επέδειξε ακόμα μια αξιοσημείωτη γνώση, παραθέτοντας στα άρθρα του Οράτιο, Πασκάλ, Ντεκάρτ, Λέϊμπιτζ και Χέρμπερ, η σκέψη των οποίων συνεισέφερε στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών. Επικαλούμενος ένα όνειρο που το ονόμασε «Χριστιανικό οικουμενιστή», ο Ροδοκανάτης ερμήνευσε την εξέλιξη της κοινωνίας και των εθνών ως «θέλημα θεού». Ο θεός είναι «οι οικουμενικοί νόμοι του κόσμου». Πίστευε ότι αυτή η διαδικασία αλλαγής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία «μιας μεγάλης και οικουμενικής δημοκρατίας με την καταστροφή του παλαιού κόσμου». (Στο «El Craneoscopio»). Με την έννοια των συνδέσμων του Προυντόν, η εξαγόμενη ουτοπία είναι τώρα αρκετά γνωστή: «όχι άλλη ιδιωτική ιδιοκτησία, οι γυναίκες θα απελευθερωθούν και η άγνοια θα εξαλειφθεί, επειδή κάθε τι είναι αντικείμενο των νόμων της προόδου. Ο κόσμος κατευθύνεται προς μια ολοκληρωτική ενότητα κάτω από ένα σύστημα ελευθερίας» (Αυτό αναφέρεται σε ένα ειδικό αφιέρωμα στο «El Craneoscopio», στις 16, 22 και 29 Απρίλη 1874). Από εκεί και πέρα, ενώ πλησιάζουμε στο αντικείμενο που διαφέρει στο «El Craneoscopio», τα συμπεράσματα παραμένουν ίδια και απαράλλακτα.
Η σειρά μελετών στο «El Craneoscopio» αποδεικνύει, για μια ακόμα φορά, την πεποίθησή του ότι τα καλύτερα πληροφορημένα και περισσότερο πολιτισμένα στοιχεία της κοινωνίας, προς τα οποία κατηύθυνε την έκκλησή του, έπρεπε να προσεγγιστούν με βάση ένα περισσότερο υψηλό ακαδημαϊκό σχέδιο από ό,τι οι συνηθισμένοι εργάτες. Όπως στον Μπακούνιν - και για ένα διάστημα στον Προυντόν - η «διαφθορά» των δεύτερων και η αναγκαιότητα να παρακινήσει τα στοιχεία αυτά προς μια αυτο-βελτίωσή τους παρέμενε για τον Ροδοκανάτη ένα από τα μεγαλύτερά του ενδιαφέροντα. (Αυτό υποστήριξε σε άρθρα του στο «El Socialista» στις 14 και 28 Μάη 1876, σε μια ομιλία του με αφορμή την επανίδρυση της «La Social» που δημοσιεύτηκε στο «El Hijo del Trabajo» στις 9 Μάη 1876 και στο «El Craneoscopio» στις 29 Απρίλη 1874). Η ενασχόλησή του με την «πρόκληση» της ανύψωσης των εργατών τον οδήγησε στην προσπάθεια ίδρυσης ενός «σχολείου», του La Escuela de Filosofia Transcendental (Σχολή Υπερφυσικής Φιλοσοφίας), για να διδάξει «υπερφυσική φιλοσοφία σ’ αυτούς που επιζητούσαν να κερδίσουν τη συνεννόηση», όπως έλεγε. Το «σχολείο» αυτό, όμως, δεν αποτέλεσε τίποτε άλλο παρά έναν κύκλο ανάγνωσης.
Ο Ροδοκανάτης, ο φιλόσοφος και ο ακαδημαϊκός ιστορικός, αισθανόταν πάντα ότι η προσεκτική αιτιολογία και η πειθώ θα μπορούσαν από μόνες τους να προσηλυτίσουν και τους εργάτες και τους καπιταλιστές στη σοσιαλιστική υπόθεση. Χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα παραδείγματα, προκατέλαβε τον Κροπότκιν και επιχειρηματολόγησε ότι ο άνθρωπος είχε προοδεύσει, όχι διαμέσου του ατομικού ανταγωνισμού στην πάλη για επιβίωση αλλά διαμέσου της αλληλοβοήθειας και της συνεργασίας. Ερμήνευσε την ακαδημαϊκή ιστορία με τέτοιο τρόπο για ν’ αποδείξει - συνεπής με τη σοσιαλιστική θεωρία - ότι η αγάπη, η συμπάθεια και η καλοσύνη γεμίζουν τις καρδιές όλων των ανθρώπων. Επεζήτησε την επιστημονική επιβεβαίωση της πίστης του αυτής στα γραπτά του Σπινόζα και άλλων για ν’ αποδείξει ότι ο συνεργατισμός αποδίδει. Προσπάθησε να πείσει ότι η σκέψη των δυτικών φιλοσόφων μετακινήθηκε προς μια ελευθεριακή σοσιαλιστική αντίληψη περί ανθρώπου και κοινωνίας και ότι η δυτική κοινωνία θα μπορούσε να ακολουθήσει τις ιδέες αυτές. Ο Ροδοκανάτης πίστευε ότι εάν θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραδοχή των ιδεών αυτών από τους ανθρώπους του Μεξικού, έτσι όπως αυτός τις ερμήνευσε, τότε αυτές θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο-κλειδί προς ένα σοσιαλιστικό μέλλον. (Άποψη που εκφράστηκε στο «El Craneoscopio» και στο «Medula panteistica»).
Ο Ροδοκανάτης όπως και οι Ευρωπαίοι σύγχρονοί του, έγραφε πάντα και μιλούσε αόριστα για το πώς η μελλοντική του κοινωνία, η βασισμένη πάνω στους εθελοντικούς συνδέσμους, θα μπορούσε να οργανώσει την οικονομία. Επιχειρηματολογούσε συχνά πάνω στη βάση των ηθικών αρχών. Κινητοποιούμενος από την εξαθλίωση και την ταλαιπωρία των κατώτερων τάξεων της πόλης ως αποτέλεσμα της αρχικής βιομηχανικής επανάστασης, ο Ροδοκανάτης είδε τη λύση στα προβλήματα της κοινωνίας σε συγγενικά μικρές, μη πολιτικές συνεργατικές κοινότητες, τυπικό χαρακτηριστικό του αναρχισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Ροδοκανάτης δεν αντιτάχθηκε στην τεχνολογική πρόοδο, αλλά βασίστηκε στην περιορισμένη και εμπειρική γνώση του για τη βιομηχανική επανάσταση, της οποίας, όμως, φοβόταν τα έσχατα αποτελέσματα πάνω στην ανθρώπινη κοινωνία, εκτός εάν η ανάπτυξή της ακολουθούσε άλλο μονοπάτι. Τελικά, συμπέρανε ότι ο άνθρωπος ήταν καλύτερα να προσαρμοσθεί σε μικρές κοινότητες εν είδει ομάδων συγγένειας, στις οποίες θα μπορούσαν να ακμάσουν η αλληλοβοήθεια και η ανθρώπινη ελεημοσύνη. (Ο Ροδοκανάτης ερμηνεύει εμπεριστατωμένα την άποψη αυτή στην μπροσούρα του «Cartilla Socialista» καθώς και σε άρθρα του στο «El Socialista», ειδικά στο «Estudios de Filosofia Social»).
Ο Ροδοκανάτης φαινόταν μάλλον απροετοίμαστος να δεχθεί την πιθανότητα ότι, τόσο οι καπιταλιστές όσο και η εργατική τάξη του Μεξικού θα μπορούσαν να αποδεχθούν την ουτοπία του. Αλλά το αποτέλεσμα - όπως συνέβη και με αρκετούς αναρχικούς αδελφούς του στην Ευρώπη - ήταν ότι απέτυχε να καταπιαστεί με την αναγκαιότητα της δημιουργίας βιώσιμων μέσων επιβίωσης ή αυτοπροστασίας των συνεργαζόμενων κοινοτήτων στο Μεξικό του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια των πρώτων αναπτυξιακών σταδίων τους και όταν αυτές, ίσως, έρχονταν σε άμεση αντιπαράθεση με τους υπάρχοντες κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς. Το ύστερο στάδιο της ανάπτυξης απέδωσε καρπούς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πορφύριο Δίας. Η σκέψη του αυτή, σε συνδυασμό με την αντίθεσή του στη βίαιη επανάσταση, είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία του να βοηθήσει την προετοιμασία του μεξικανικού αναρχισμού για τέτοιου είδους ενδεχόμενα.
Μετά από αρκετά χρόνια δράσης, η αποτυχία του να εκπαιδεύσει το λαό και να επιφέρει τις επιθυμητές αλλαγές, οδήγησε αναμφίβολα σε μια αξιοσημείωτη απογοήτευση. Πάντως, η παρακμή της απήχησης των μελετών του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, η παύση των επαναστατικών του δραστηριοτήτων και η επιστροφή του στην Ευρώπη το 1886, πιθανόν να ήταν αποτελέσματα των κατασταλτικών μέτρων που πάρθηκαν από τον Δίας και την κυβέρνησή του, παρά της αίσθησης της απελπισίας ως αποτέλεσμα των αποτυχιών του.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, το καθεστώς Δίας διέλυσε το Congreso National de Obreros Mexicanos (Εθνικό Κογκρέσο Μεξικανών Εργατών) - που υποστηριζόταν από το Ροδοκανάτη και το οποίο είχε, μάλιστα, συνδεθεί με την Αναρχική Ομοσπονδία του Ιούρα - προωθώντας και επιχορηγώντας έναν αυξανόμενο αριθμό ελεγχόμενων από την κυβέρνηση συνδικάτων, αλληλοβοηθητικών συνδέσμων και συνεργατικών - τσάκισε το αγροτικό επαναστατικό κίνημα και έκλεισε ή ανάγκασε ν’ αλλάξουν πολιτική όλες οι εργατικές εφημερίδες στις οποίες έγραφε ο Ροδοκανάτης. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ως αιτία την επαναστατική προπαγάνδα των εφημερίδων αυτών και τις θέσεις τους ενάντια στο κράτος. Αρκετοί συνεργάτες του Ροδοκανάτη συνελήφθησαν ή διέφυγαν. Ίσως, ως αποτέλεσμα αυτού του εκφοβισμού δημοσίευσε την τελευταία του μελέτη το 1885, μια φιλοσοφική διατριβή, στερημένη κάθε επαναστατικού περιεχομένου και κατευθυνόμενη περισσότερο προς τη λογοτεχνία και σε λίγο χρονικό διάστημα, το 1886, επέστρεψε στην Ευρώπη.
Όμως, ο Ροδοκανάτης, ο ειρηνιστής ακαδημαϊκός και θεωρητικός, είδε τις ιδέες του να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από την αρχή στους κόλπους του μεξικανικού αναρχικού κινήματος - του οποίου, άλλωστε, ήταν ένας από τους ιδρυτές - από νέους ανθρώπους λιγότερο μετριοπαθείς και περισσότερο κατευθυνόμενους από τη δράση. Η μπακουνικής έμπνευσης οργανωτική ομάδα «La Social», που ιδρύθηκε το 1865, αποτέλεσε ένα πρώιμο κεντρικό σημείο για τις δραστηριότητές τους. Δυστυχώς, εξαιτίας του ότι ήταν μια μυστική οργάνωση, λίγα είναι γνωστά για την «La Social». Προφανώς, τα μέλη της, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, περιορίζονταν σε περίπου 12 τον αριθμό, οι περισσότεροι σπουδαστές. Η «La Social» κράτησε, πάντως, τον αριθμό των μελών της ένα καλά φυλαγμένο μυστικό και οι δραστηριότητές της παραμένουν άγνωστες. Επιπλέον, εξαιτίας της, κατά κάποιο τρόπο, κλειστής φύσης της, ο σκοπός των δραστηριοτήτων της οργάνωσης δεν έχουν ακόμα καταγραφεί. Ως αποτέλεσμα αυτού έχουν εξακριβωθεί μόνο οι ταυτότητες των περισσότερο επιφανών μελών της και μόνο κάποια από τα σχέδιά τους. (Πάντως, μια σύντομη περιγραφή για την «La Social» υπάρχει στο «El Hijo del Trabajo» στις 9 Μάη 1876).
Αν και η «La Social» διαλύθηκε μετά από μερικά χρόνια (μέχρι το 1871, όταν και ανασυγκροτήθηκε), μερικά από τα αναρχικά μέλη της – ο Ροδοκανάτης, ο Φραντσίσκο Ζαλοκόστα, ο Σαντιάγκο Βιλλανουέβα και ο Χερμενεγκίλδο Βιλλαβιγκένθιο – έπαιξαν αργότερα σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία του αγροτικού και εργατικού κινήματος των πόλεων του Μεξικού. Το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος αυτού προσπάθησε να ορθολογικοποιήσει τις ανάγκες των Μεξικανών αγροτών, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον πιστό υπερασπιστή της γαλλικής αγροτιάς, τον Προυντόν. Το εργατικό κίνημα των πόλεων, από την απαρχή του ακόμα, υιοθέτησε τους μυστικούς συνδέσμους του Μπακούνιν ως μέθοδο οργάνωσης.
Γεννημένος στο Ντουράνγκο τη 1η Μάρτη 1844, γιος ενός γραφιά του φιλελεύθερου στρατού του Ιγνάθιο Κομονφόρτ, ο Φραντσίσκο Ζαλοκόστα ακολούθησε τις νικηφόρες φιλελεύθερες δυνάμεις όταν αυτές εισήλθαν στην Πόλη του Μεξικού το 1854. Όταν πέθανε ο πατέρας του κατά τη διάρκεια των πολέμων της Reforma, στα τέλη της δεκαετίας του 1850, ο Φραντσίσκο έγινε ο κύριος μιας πλούσιας οικογένειας της Πόλης του Μεξικού. Παρακολούθησε ένα προπαρασκευαστικό σχολείο στην πρωτεύουσα και, αμέσως μετά, πριν πάρει το δίπλωμά του, έγινε μέλος μιας ομάδας σπουδαστών επηρεασμένων από το Ροδοκανάτη. Σε λίγο ο Ζαλοκόστα συμμετείχε σε θεωρητικές συζητήσεις όσον αφορά τη φύση του σοσιαλισμού και τις προτεινόμενες λύσεις του στις κοινωνικές αρρώστιες. Οι μελέτες του Ροδοκανάτη του χρησίμευσαν ως η απαραίτητη εισαγωγική ύλη. Αν και ο Ζαλοκόστα εγκατέλειψε σε λίγο το σχολείο για να εισαχθεί σε μια ιατρική σχολή, ήταν ένας από τους πιο φλογερούς μαθητές του Ροδοκανάτη – μια μαθητεία που τον οδήγησε στο να γίνει ένα από τα πιο αυθεντικά και περισσότερο δραστήρια μέλη της «La Social».
Ο Σαντιάγκο Βιλλανουέβα, γεννημένος στην Πόλη του Μεξικού το Φλεβάρη του 1838, άρχισε να εργάζεται σε ένα ξυλουργικό εργαστήριο σε πολύ μικρή ηλικία, ώστε να ξεφύγει λίγο από τη φτώχεια που μάστιζε τους εργάτες γονείς του. Εξελίχθηκε σε μάστορα της δουλειάς. Το 1861 ο Βιλλανουέβα τελείωσε κάποια μαθήματα τέχνης στην Ακαδημία Σαν Κάρλος, ενώ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα Ανατομίας σε μια ιατρική σχολή. Κατά την παραμονή του στη σχολή αυτή ήρθε σε επαφή με τον Ζαλοκόστα και διαμέσου αυτού με το Ροδοκανάτη. Την εποχή αυτή έπρεπε να ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Ο Ροδοκανάτης, σε γράμμα του προς τον Ζαλοκόστα στις 21 Μάρτη 1870, αναφερόταν σ’ αυτόν ως «έναν μποέμικο τύπο νεαρού ελάχιστα αυτοπειθαρχημένου». Η ερμηνεία των Προυντόν και Μπακούνιν από το Ροδοκανάτη έλκυσε το Βιλλανουέβα στις αναρχικές ιδέες, ώστε διέθεσε το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του στην οργάνωση των εργατών των πόλεων και στην προπαγάνδα.
Ο Χερμενεγκίλδο Βιλλαβιγκένθιο γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1842 και παρακολούθησε, επίσης, μαθήματα στην ιατρική σχολή, όπου ήρθε σε επαφή με το Ροδοκανάτη διαμέσου του Ζαλοκόστα.
Στα τέλη του 1864 οι τρεις αυτοί σπουδαστές και κάποιοι άλλοι, άγνωστοι σε μας ακόμα και σήμερα, σχημάτισαν μια μικρή ομάδα και το Γενάρη του 1865 υιοθέτησαν το όνομα Grupo de Estudiantes Socialistas (Σοσιαλιστική Λέσχη Σπουδαστών). Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, η ομάδα μετονομάστηκε σε La Social/Seccion Internationalista (Η Κοινωνική/Διεθνιστικό Τμήμα). (Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται σε ιστορικό άρθρο του Χοσέ Βαλαδές, με τίτλο «Sobre los origenes del movimiento obrero en Mexico» - «Για τις ρίζες του εργατικού κινήματος στο Μεξικό» - που δημοσιεύτηκε στην αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα «La Protesta» του Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής, τον Ιούνη του 1927). Το όνομα της οργάνωσης- εάν ήταν το πραγματικό - έδειχνε μια αισθηματική ένωση με την μπακουνική Α’ Διεθνή.
Τον Οκτώβρη του 1864, καθοδηγούμενη από τον Βιλλανουέβα, η ομάδα ανέλαβε την πρώτη της αποστολή και αναδιοργάνωσε την πρώτη μεξικανική αλληλοβοηθητική οργάνωση La Sociedad Particular de Socorros Mutuos. Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου η ομάδα ανασυγκρότησε τη Sociedad Mutua del Ramode Sastreria (Αλληλοβοηθητικό Σύνδεσμο Ραφτάδων), που είχε αδρανοποιηθεί δέκα χρόνια πριν. (Αυτό αναφέρεται στο «El Obrero International» στις 7 Σεπτέμβρη 1874 και στο «El Socialista» στις 25 Αυγούστου του 1872).
Οι εργάτες που έγιναν μέλη αυτών των νέων οργανώσεων έκλιναν προς έναν περισσότερο παθητικό τύπο αυτο-βοηθητικής και αλληλοβοηθητικής ομάδας που δεν υιοθετούσε ιδεολογικές υποχρεώσεις. Οι αυθεντικοί μεξικανικοί αλληλοβοηθητικοί σύνδεσμοι που σχηματίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1850 ήταν κάτι λιγότερο από προσπάθειες συγκρότησης ομάδων με σχέδια για παροχή ασφαλειών ζωής επαρκών να καλύπτουν τα έξοδα κηδειών και να παρέχουν, επίσης, ιατρική φροντίδα σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Αλλά οι πλήρεις ζήλου αυτοί σπουδαστές ενέπνευσαν τις επαναστατικές τους ιδέες στους εργάτες, ένα καθήκον που ήταν ευκολότερο να εκπληρωθεί εξαιτίας των άθλιων συνθηκών ζωής των εργατών. Οι σπουδαστές προώθησαν την ανάγκη για αλληλοβοηθητικές οργανώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να απαιτήσουν άμεσες αυξήσεις μισθών και μείωση των εργασίμων ωρών και οι οποίες ως «οργανώσεις αντίστασης θα μπορούσαν να υπερασπισθούν τον εαυτό τους ενάντια στις επιθέσεις του κράτους και του καπιταλισμού».
Το Μάρτη του 1865 οι δύο αυτές νεοσχηματισθείσες οργανώσεις πήραν ένα μήνυμα από τους εργάτες υφαντουργίας των εργοστασίων Jan Ildefonso της πόλης Τλαλνεπάντλα και στη La Colmena της Πόλης του Μεξικού, ότι ήθελαν να «οργανωθούν για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους». (Αναφέρεται από τον Βαλαδές στο «Precursores del socialismo»). Οι δύο αλληλοβοηθητικές οργανώσεις εξέλεξαν τότε τους Ζαλοκόστα και Βιλλανουέβα ως αντιπροσώπους για να συναντηθούν με τους εργάτες. Η συνάντηση που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Sociedad Mutua del Ramo del Hilados y Tejidos del Valle de Mexico (Αλληλοβοηθητικός Σύνδεσμος του Κλάδου των Υφαντουργών και των Εργατών της Πεδιάδας του Μεξικού) που συμπεριλάμβανε μερικούς εργάτες και των δύο εργοστασίων.
Στις 15 Μάρτη 1865 αντιπρόσωποι των παλαιότερων αλληλοβοηθητικών οργανώσεων συνδέθηκαν με τους πρόσφατα οργανωμένους εργάτες καθώς και διάφορους άλλους εργαζόμενους των δύο εργοστασίων υφαντουργίας σ’ ένα χορό όπου γιορτάστηκε η ίδρυση της νέας αλληλοβοηθητικής οργάνωσης. Στο χορό αυτό παραβρίσκονταν και οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων. Οι δεύτεροι δεν γνώριζαν, μάλλον, τις προθέσεις των άρτι οργανωμένων εργατών τους και συμμετείχαν, επιδεικνύοντας καλή θέληση, για την αποφυγή πιθανών «κατακλυσμών». Οι ιστορικές συνέπειες της απόφασης των εργατών να οργανωθούν ήταν, όντως, φοβερές. Το εργοστάσιο του San Ildefonso, αν και μεγάλο, εξαρτήθηκε από την τοπική κατανάλωση. Η ταραχή που προκλήθηκε από τη γαλλική εισβολή του 1862 και η συνεχής φιλελεύθερη αντίσταση μείωσαν τα κέρδη του και το Γενάρη του 1865 οι εργάτες έγιναν μάρτυρες μιας μείωσης του ήδη γελοίου μισθού τους σε ενάμισι real για κάθε γιάρδα ύλης που παρήγαγαν. Επιπλέον, πενήντα περίπου εργάτες έχασαν την εργασία τους σε μια προφανή κίνηση οικονομίας από τη διεύθυνση του εργοστασίου. Γι’ αυτό, το πρατήριο του εργοστασίου (tienda de raya) δεν ελάττωσε τις τιμές του μετά τις μειώσεις των μισθών και απαίτησε το μεγαλύτερο μέρος των μισθών των εργατών για τον εαυτό του. Τότε οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να αυξήσουν τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας από τις 5 το πρωί μέχρι τις 6.40 το απόγευμα για τις γυναίκες και μέχρι τις 7.45 για τους άνδρες.
Στις 10 Ιούνη οι εργάτες του εργοστασίου άρχισαν να απέχουν από την εργασία τους. Την επόμενη μέρα οι συνάδελφοί τους του εργοστασίου La Colmena ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Η πρώτη απεργία στη μεξικανική εργατική ιστορία είχε ήδη αρχίσει. Οι εργάτες, ελπίζοντας ίσως να κερδίσουν κυβερνητική προστασία, δημοσίευσαν ένα μικρό και παθητικό μανιφέστο που εξηγούσε την κατάστασή τους και το έστειλαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Μαξιμιλιάν. Η κυβέρνηση αντέδρασε με τη δημιουργία μιας gendarmeria imperial (αυτοκρατορικής ειδικής αστυνομικής δύναμης) στην Πόλη του Μεξικού και τα περίχωρά της, ενώ εξέδωσε μια διαταγή προς τον αντιπρόσωπό της στην περιοχή να βοηθήσει τον ιδιοκτήτη του San Ildefonso. (Ο συνολικός αριθμός της αστυνομικής δύναμης ήταν 182 άνδρες).
Στις 19 Ιούνη 1865 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε.Νουνιές, πήγε στο εργοστάσιο με ένα σώμα 25 περίπου ενόπλων. Κατά την άφιξή του αντιμετωπίστηκε από ένα αγριεμένο πλήθος και διέταξε τους άνδρες του να πυροβολήσουν, τραυματίζοντας αρκετούς απεργούς. Ο Νουνιές συνέλαβε 25 εργάτες και τους έθεσε υπό κράτηση στη φυλακή Tepeji del Rio. Πριν την απελευθέρωσή τους, οι αρχές τους προειδοποίησαν ότι εάν επιστρέψουν στο San Ildefonso θα πυροβοληθούν. Η πρώτη απεργία στη μακρά πάλη του μεξικανικού εργατικού κινήματος έληξε έτσι με μια απόλυτη ήττα.
Η προϊστορία των γεγονότων στην Τλαλνεπάντλα είναι σημαντική για να κατανοήσουμε τους λόγους της ανάπτυξης μαζικών εξεγέρσεων στο Μεξικό κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του όλου επεισοδίου, οι οργανωτικές προσπάθειες των αναρχικών, παρέμειναν ανεμπόδιστες από μια ιμπεριαλιστική κυβέρνηση απασχολημένη, προφανώς, με τους συνεχείς της αγώνες με τους φιλελεύθερους υπό τον Μπενίτο Σουάρεθ. Η πολιτική αστάθεια στο Μεξικό, η οποία ανέθρεψε τη μακρόχρονη περιφρόνηση για την κυβέρνηση, επέτρεψε για κάποιο χρονικό διάστημα την οργανωτική επιτυχία σε μια χούφτα αναρχικών ακτιβιστών. Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι οι εργάτες των εργοστασίων San Ildefonso και La Colmena ανταποκρίθηκαν στην παρουσία των αναρχικών οργανωτών στους χώρους εργασίας τους, παραινώντας τους στις απεργιακές τους προσπάθειες, επειδή η γενικότερη οικονομική κρίση είχε επηρεάσει την παραγωγή και συνεισέφερε στην όξυνση των ήδη άθλιων εργασιακών συνθηκών στα εργοστάσια.
Σε μια προσπάθεια να επανέλθουν μετά την ήττα στην Τλαλνεπάντλα, ο Βιλλανουέβα και ο Βιλλαβιγκένθιο ακολούθησαν τις μπακουνικές αρχές, δημιουργώντας μια νέα οργανωτική ομάδα, τη La Sociedad Artisana Industrial (Σύνδεσμος Βιομηχανικών Τεχνητών). Το όνομα αυτό προήλθε από μια παλαιά αλληλοβοηθητική οργάνωση που είχε δημιουργηθεί το 1857. Η Sociedad Artisana Industrial έγινε το πρωταρχικό κέντρο της αναρχικής δραστηριότητας και της εργατικής οργάνωσης των πόλεων για μεγάλες χρονικές περιόδους, στα τέλη των δεκαετιών 1860 και 1870. Τα μέλη της ήταν, αρχικά, χαράκτες, ζωγράφοι και γλύπτες, στους οποίους ο Βιλλανουέβα και ο Βιλλαβιγκένθιο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ροδοκανάτη, άρχισαν να διδάσκουν την προυντονική φιλοσοφία.
Ενώ οι προσπάθειές του δεν βρήκαν ανταπόκριση στην Τλαλνεπάντλα, ο Ροδοκανάτης συνέχισε να επιμένει στο μακρόχρονο σχέδιό του για τις κοινοτικές αγροτικές αποικίες και το Γενάρη του 1865 άρχισε να εργάζεται πάνω στο σχέδιο αυτό στο Τσάλκο, στη νοτιοανατολική γωνιά του Μεξικού. Εξήγησε τον τελικό του σκοπό ως «την καταστροφή των σχέσεων μεταξύ του κράτους και του οικονομικού συστήματος, της αναδιοργάνωσης της ιδιοκτησίας, της κατάργησης της πολιτικής και των πολιτικών κομμάτων, της ολοκληρωτικής καταστροφής του φεουδαρχικού συστήματος και της αποστολής των αγροτικών μεταρρυθμιστικών νόμων. Αυτό είναι σοσιαλισμός και αυτό είναι που θέλουμε». (Στο άρθρο του «Lo que queremos»).
Ο Ροδοκανάτης ίδρυσε ένα σχολείο για αγρότες στο Τσάλκο που το ονόμασε La Escuela del Rayo y del Socialismo (Σχολείο του Φωτός και του Σοσιαλισμού). Το σχολείο αυτό, όπως φανερώνει και το όνομά του, ήταν αφιερωμένο στη διδασκαλία των αγροτών στη γραφή, στην ανάγνωση, στη ρητορική, στις μεθόδους οργάνωσης και στις ελευθεριακές σοσιαλιστικές ιδέες. Ο λόγος που επιλέχθηκε το Τσάλκο δεν είναι ξεκάθαρος, αλλά η πρόοδός του προωθήθηκε αρκετά, έτσι που ο Ζαλοκόστα, παρακινημένος προφανώς από την περιγραφή του Ροδοκανάτη για την κατάσταση, εγκατέλειψε την Πόλη του Μεξικού το Νοέμβρη του 1865 για να ενωθεί με το συνάδελφό του.
Η πασιφανής πρόθεση του Ροδοκανάτη, μέσω του προγράμματος σπουδών, ήταν να συγκροτήσει μορφωμένους σοσιαλιστές αγρότες, ικανούς για μια αποτελεσματική ρητορική και γνώση οργανωτικών μεθόδων. Ένας σπουδαστής με το όνομα Χούλιο Τσάβες Λοπέζ, προσέλκυσε την προσοχή του Ροδοκανάτη, που έγραψε στο Ζαλοκόστα γι’ αυτόν: «…ανάμεσά τους είναι ένας νεαρός άνδρας, ο οποίος εργάζεται σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Τεξκόκο. Έχει, ήδη, μάθει πώς να κάνει μια ομιλία με ικανοποιητικό βαθμό ευγλωττίας. Με έχει πληροφορήσει ότι είναι διατεθειμένος να κάνει μια ομιλία υιοθετώντας τις αρχές του σοσιαλισμού πολύ γρήγορα. (σ.σ..: Η πρόθεση του Τσάβες ήταν να οργανώσει τους αγρότες στο αγρόκτημα όπου εργαζόταν ο ίδιος, κοντά στο Τεξκόκο). Του είπα για σένα και μου είπε ότι θα κάνει μια προσπάθεια να σου γράψει. (σ.σ.: Ο Τσάβες μόλις τότε άρχισε να γράφει). Το όνομά του είναι Χούλιο Τσάβες». (Από γράμμα του Ροδοκανάτη στον Ζαλοκόστα στις 3 Σεπτέμβρη 1865).
Ο Ζαλοκόστα έφτασε στο Τσάλκο το Νοέμβρη του 1865. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι Ροδοκανάτης και Ζαλοκόστα εργάστηκαν μαζί στο σχολείο, στρατολογώντας και διδάσκοντας αγρότες. Η προυντονική αγροτική ιδεολογία αποδείχθηκε ότι περιείχε ένα συγκεκριμένο πρόταγμα. Οι αγρότες, ειδικά ο Τσάβες Λοπέζ, άρχισαν να υιοθετούν ακόμα και βίαιες ενέργειες για να κάνουν γνωστά τα παράπονά τους και να οργανώσουν την αγροτική τάξη στο Τσάλκο και τη γύρω περιοχή. Ο Ροδοκανάτης που, όπως είπαμε, φοβόταν τα αποτελέσματα της βίας, εγκατέλειψε το σχολείο το 1867 και επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, όπου άρχισε να εργάζεται εκ νέου στο προπαρασκευαστικό σχολείο όπου εργαζόταν πριν. Αισθάνθηκε ότι είχε ολοκληρώσει το πρώτο στάδιο του σχεδίου του και ανέθεσε το σχολείο στο Ζαλοκόστα, τον άνθρωπο της δράσης, «επειδή το σχολείο δεν ήταν πλέον ένα τέτοιο, αλλά μια λέσχη por y para la libertad (από και για την ελευθερία)». (Από γράμμα του Ροδοκανάτη στον Ζαλοκόστα το Νοέμβρη του 1868).
Οι Ροδοκανάτης και Ζαλοκόστα επηρέασαν βαθύτατα τον Τσάβες Λοπέζ, ο οποίος επέδειξε τη μαστοριά του στα αναρχικά μαθήματα των μεντόρων του, όταν έγραφε: «…Είμαι κομμουνιστής σοσιαλιστής. Είμαι σοσιαλιστής, επειδή είμαι εχθρός όλων των κυβερνήσεων και είμαι κομμουνιστής, επειδή οι αδελφοί μου επιθυμούν να εργαστούν στη γη από κοινού». (Αναφέρεται στο Diaz Ramirez, «Apuntes Historicos» - «ιστορικές Σημειώσεις»).
Λίγο μετά την αναχώρηση του Ροδοκανάτη από το Τσάλκο, ο Λοπέζ διάλεξε μια μικρή ομάδα ακολουθητών και άρχισε να επιτίθεται στα αγροκτήματα στην περιοχή μεταξύ Τσάλκο και Τεξκόκο. Μέσα σε λίγους μήνες επέκτεινε τη δράση του νότια, στην περιοχή Μορέλος, αλλά και ανατολικά, στο Σαν Μαρτίν Τεξμελουκάν και δυτικά στο Τλαλπάν. Οι κυβερνητικές αρχές της περιοχής τον χαρακτήρισαν αρχικά ληστή, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι οι δυνάμεις του αναπτύσσονταν συνεχώς και οι προθέσεις του υπερέβαιναν εκείνες μιας απλής ομάδας. Το Μάρτη του 1868 ο Αντόνιο Φλόρες, νομάρχης Τεξκόκο, προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι «ο Χούλιο Τσάβες και η συμμορία του, που αποτελείται από κακούργους, δημιουργούν τεράστια προβλήματα, τόσα όσα και η κυβέρνηση. Στρατολογεί τους ιθαγενείς με υποσχέσεις για γη και αγροκτήματα. Οι επιτυχίες του είναι αυτές και, εάν δεν πάρετε ενεργητικά και βίαια μέτρα αμέσως, θα είναι πολύ αργά. Γνωρίζετε, φυσικά, ότι οι ιθαγενείς αποτελούν την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού της επαρχίας. Μέχρι πρόσφατα δεν διακόπηκε το έργο μου σημαντικά, αλλά οι δυνάμεις των ανταρτών συνεχίζουν να αναπτύσσονται και, εάν δεν αντιμετωπιστούν γρήγορα και δυναμικά, θα υπερτερήσουν… Οι αντάρτες αυτοί έξω από το Τσάλκο έχουν κιόλας επιτεθεί στο Κοατεπέκ, στην Ακουάντλα και άλλα μέρη, στρατολογώντας κάθε φορά όλο και περισσότερα άτομα της ίδιας ιδεολογίας».
Το Μάρτη του 1868 πρόσθετες κυβερνητικές δυνάμεις κατέφθασαν στην περιοχή υπό τις διαταγές του στρατηγού Ραφαέλ Κουέγιαρ, ο οποίος εγκαινίασε μια εκστρατεία για να συνθλίψει τον Τσάβες Λοπέζ, στις αρχές του χρόνου, πριν το κίνημα του δεύτερου μπορέσει να δυναμώσει. Αλλά ο Κουέγιαρ συνειδητοποίησε γρήγορα ότι με το στράτευμα που διέθετε χρειαζόταν να αλλάξει τους αρχικούς του υπολογισμούς. Ανίκανος να εντοπίσει σ’ ένα μέρος τον εχθρό του, ο Κουέγιαρ κάλεσε περισσότερα στρατεύματα, παραπονούμενος ότι η εξέγερση είχε μεταβληθεί σε μια πραγματική απειλή και ότι την βοηθούσαν παράνομα οι χωρικοί. Παρατήρησε επιπλέον, ότι οι αντάρτες είχαν αξιόλογη υποστήριξη και βοήθεια από το στρατηγό Μιγκουέλ Νεγκρέτε της Πουέμπλα, ενός γνωστού συνηγόρου της αγροτικής μεταρρύθμισης στο όνομα των χωριών (pueblos) και μακροχρόνιου αντιπάλου του τότε προέδρου Χουάρεζ. Καθώς ο αγώνας συνεχιζόταν, ο Κουέγιαρ εντόπισε τα χωριά αυτά που προσέφεραν τη βάση της δύναμης του Τσάβες Λοπέζ. Άρχισε έτσι μια, αμφισβητήσιμη από πολλούς, πολιτική «καμένης γης» στην περιοχή Τσάλκο-Τεξκόκο. Αλλά η εξέγερση συνεχίστηκε. Εξεγέρσεις στο Τσάλκο και στο Τλαλμανάλκο καταστάλθηκαν με αρκετές απώλειες σε ζωές.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να καταστείλει την εξέγερση συνάντησαν αρκετά εμπόδια. Ο νομάρχης Τεξκόκο παραπονέθηκε για την αυξανόμενη δύναμη της εξέγερσης, ενώ υποστήριξε ότι οι καταχρήσεις και θηριωδίες ενάντια στους αγρότες από το στρατό του Κουέγιαρ τους φέρνουν με το μέρος της εξέγερσης.
Τα παράπονα αυτά καθώς και η αποστολή περισσότερων στρατευμάτων για να μπει ένα γρηγορότερο τέλος στην εξέγερση, προκάλεσαν επίσης και μια κυβερνητική έρευνα για την όλη συμπεριφορά του Κουέγιαρ. Ο δικαστής Χοσέ Μαρία Αλμαράς προήδρευσε της υπόθεσης, αλλά απέτυχε να ξεσκεπάσει αυτό που ο ίδιος καθόρισε ως αξιοπιστία, αν και υπήρξαν διαμαρτυρίες ενάντια στις θηριωδίες του στρατού με συλλογή υπογραφών πολιτών στο Κοατεπέκ, στην Τσικολοαπάν και στην Ακουάντλα. Τις ομάδες αυτές των πολιτών, ο Κουέγιαρ τις κατηγόρησε ως συμπαθείς προς τον Τσάβες Λοπέζ, λέγοντας ότι ο νομάρχης Φλόρες ήταν αυτός που διέπραξε τις θηριωδίες. Κατηγορίες για διαφθορά, επίσης, βασάνιζαν και τις κυβερνητικές στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια τους αντάρτες. Οι ισχυρισμοί αυτοί οδήγησαν στην κατηγορία ενάντια στον Κουέγιαρ ότι πολλά κυβερνητικά όπλα και πολεμοφόδια πουλήθηκαν σε ιδιοκτήτες αγροκτημάτων για προσωπικό του κέρδος. Αν και αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν πιστοποιώντας τις κατηγορίες αυτές και ακολούθησε μια επισταμένη έρευνα, δεν έγινε απολύτως τίποτα.
Ο Κουέγιαρ, παρενοχλούμενος με τη βία από επαναστάτες αγρότες, από τη μια, καθώς και ντόπιους, από την άλλη, που διαμαρτυρήθηκαν για την τακτική του, επανέφερε το στρατιωτικό νόμο στην περιοχή και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις εκείνων των χωρικών που υποπτευόταν ότι βοηθούσαν τον Τσάβες Λοπέζ. Αποφάσισε, επίσης, να απελάσει μεγάλο αριθμό πολιτών από την Ακουάντλα, το Τσάλκο και την Κοατεπέκ καθώς και από την πόλη του Τσικολοαπάν, στο Γιουκατάν. Για μια ακόμα φορά, ο Φλόρες διαφώνησε με τις δραστηριότητες του Κουέγιαρ και αυτή τη φορά η εθνική κυβέρνηση διαμήνυσε στον Κουέγιαρ ότι οι κρατούμενοι πρέπει να δικαστούν πρώτα σύμφωνα με το νόμο. Αλλά η κυβέρνηση άλλαξε τη στάση της λίγες μέρες αργότερα. Ο πρόεδρος Χουάρεζ και ο Ιγνάτιο Μεχία, υπουργός Πολέμου, αφού εξέτασαν τις διάφορες αναφορές, αποφάσισαν ότι ο Κουέγιαρ έπραξε ορθώς… Ο πολιτικός αρχηγός (jefe) του Τσάλκο (ο Κουέγιαρ), δήλωσε ότι οι κρατούμενοι είναι ένοχοι και πρέπει να σταλθούν στο Γιουκατάν.
Ο Φλόρες και άλλοι συνέχισαν, πάντως, να απευθύνουν εκκλήσεις, επιμένοντας ότι αρκετοί απ’ αυτούς που απελάθηκαν δεν είχαν καμία σχέση με την εξέγερση. Σε μια τελευταία έκκλησή τους είπαν ότι οι αναφορές των ερευνών ήταν άκυρες, επειδή ο δικαστής Αλμαράς, που είχε υποστηρίξει τις πράξεις του Κουέγιαρ, ήταν κάποιος τρίτος που αγνοούσε τις δηλώσεις των πολιτών, δεν καταλάβαινε το βάθος της σύγκρουσης και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο κόσμος είχε πραγματικά υποφέρει. Η αντίθεσή τους στον Κουέγιαρ έφερε το χωριό Τσικολοαπάν σε κατάσταση πανικού. Μετά από διακοπή μερικών μηνών, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή το διάταγμα για τις απελάσεις και απηύθυνε περαιτέρω εκκλήσεις στην τοπική κυβέρνηση της Πολιτείας του Μεξικού. Με την τελική απόφαση δηλώθηκε ότι, «λόγω νέων στοιχείων», μερικοί από τους παραβάτες ίσως καταδικάζονταν μόνο σε φυλάκιση, αλλά ο πληθυσμός του Τσικολοαπάν που υποστήριζε τον Χούλιο Τσάβες Λοπέζ, θα απελαθεί στο Γιουκατάν από τον υπουργό Πολέμου.
Ο Τσάβες Λοπέζ επέζησε από την εκστρατεία του Κουέγιαρ εναντίον του, το 1868, βλέποντας την υποστήριξη των χωρικών προς αυτόν και τη υπόθεσή του να ανεβαίνει. Στις αρχές του 1869 ταξίδεψε στην Πουέμπλα, όπου βρήκε μια αγροτική εξέγερση σε εξέλιξη και σε ένα στάδιο οξύτητας. Άρχισε να παιχνιδίζει με την ιδέα μιας γενικής ένοπλης εξέγερσης και ρώτησε το Ζαλοκόστα γι’ αυτό για να δει τις αντιδράσεις του: «Ήρθα, τελικά, εδώ για να σου πω ότι υπάρχει μια μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στα αδέλφια μας, επειδή οι στρατηγοί θέλουν να πάρουν τη γη τους. Τι πιστεύεις γι’ αυτό, εάν κάνουμε μια σοσιαλιστική επανάσταση;». (Από γράμμα του Τσάβες Λοπέζ στον Ζαλοκόστα στις 13 Γενάρη του 1869).
Η αναφορά στους στρατηγούς, ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες, που επιθυμούν να αρπάξουν τη γη, ήταν κατά τη διάρκεια του υπολοίπου της εποχής της Μεταρρύθμισης (Reforma) και μέχρι την επανάσταση του 1910, ένα συνεχές θέμα στην αγροτική πάλη. Πάντως, επειδή υπάρχει έλλειψη πληροφοριών, δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε την έκταση κατάσχεσης της γης κατά τη διάρκεια της Reforma. Αργότερα, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του καθεστώτος Δίας, η διαμάχη για την αγροτική γη ήταν θέμα διαλόγου στον αγροτικό Τύπο και, σε κάθε περίπτωση, είχε τις ρίζες της στην κατάσχεση της γης μιας τοπικής κοινότητας από έναν σφετεριστή γης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (Reforma).
Δύο μέρες πριν ο Τσάβες Λοπέζ παρουσιάσει τις ολοκληρωτικές του προσπάθειες για μια γενική αγροτική εξέγερση βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο Τσάλκο και την Πουέμπλα στο μακρινό νοτιοανατολικό άκρο της Πολιτείας του Μεξικού. Γνώριζε ότι η πρόθεση της κυβέρνησης Χουάρεζ ήταν να υποτάξει το κίνημά του και συνειδητοποίησε τις λίγες ευκαιρίες για επιτυχία, αλλά παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στην υπόθεσή του: «Είμαστε περικυκλωμένοι από ένα σύνταγμα στρατού, αλλά αυτό δεν είναι σπουδαίο. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η ελευθερία!». (Από γράμμα του Τσάβες στον Ζαλοκόστα στις 18 Απρίλη 1869).
Η εξέγερση της οποίας ηγήθηκε ο Τσάβες Λοπέζ αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην ιστορία του μεξικανικού αγροτικού κινήματος. Σηματοδότησε μια παρέκκλιση που άρχισε από μερικές λεηλασίες και εξελίχθηκε σε μια εξέγερση. Για πρώτη φορά οι αγρότες εξέφρασαν άμεσους στόχους που ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής κριτικής με στόχο τη μεξικανική κυβέρνηση.
Οι λόγοι για τη διαμάχη του Τσάλκο ήσαν βαθιά ριζωμένοι στο παρελθόν. Πολύ πριν την άφιξη των ισπανών το 16ο αιώνα, η επαρχία του Τσάλκο ήταν ένα από τα πρωταρχικά κέντρα κατοίκησης στην κεντρική πεδιάδα του Μεξικό. Η μεγαλύτερη πόλη της (cabecera), το Τσάλκο, από άποψη πολιτικής σπουδαιότητας και πληθυσμού ερχόταν τρίτο μετά την Tenochtitlan - την πρωτεύουσα των αζτέκων - και το Τεξκόκο, μια πρωταρχική σύμμαχο των τελευταίων. Μετά την ισπανική παρείσφρηση το Τεξκόκο παρήκμασε γρήγορα και αντικαταστήθηκε από το Τσάλκο ως η δεύτερη στη σειρά ινδιάνικη πόλη της πεδιάδας. Σύμφωνα με στατιστικές της εποχής, το Τσάλκο διατήρησε και το μέγεθός του και την πολιτική του σπουδαιότητα, σχετικές με τους άλλους προ-κολομβιανούς αποικισμούς, εκτός από την Πόλη του Μεξικό, κατά τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου.
Ενώ το Τσάλκο διατήρησε τη σχετική του αυτή σπουδαιότητα, όπως και οι άλλοι ιθαγενείς αποικισμοί, αποδεκατίστηκε από τις επιδημίες του 16ου αιώνα. Η φυγή του πληθυσμού συντελέστηκε τόσο γρήγορα, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του αιώνα αυτού, που η γη έμεινε ανενεργή γρηγορότερα από ό,τι θα μπορούσε να αναδιανεμηθεί ή απορροφηθεί από τις ισπανικές κατασχέσεις. Με τον ερχομό του 1600 το μεγαλύτερο μέρος της γης στην περιοχή του Τσάλκο είχε εγκαταλειφθεί. Ο ιθαγενής πληθυσμός ήταν απλώς αρκετά ολιγάριθμος ώστε να καλλιεργήσει αυτή την άδεια περιφέρεια. Η γεωργία του χωριού ήρθε για να αφιερωθεί όλο και περισσότερο στις συναφείς με τους αποικισμούς περιοχές. Οι επίσημοι των ινδιάνικων κωμοπόλεων κάτω από τις δικαστικές πιέσεις, την καθυστέρηση των μισθών και τη βαριά φορολογία, είτε πούλησαν είτε ενοικίασαν τις ιδιοκτησίες τους σε Ισπανούς, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, όταν υπήρχε άδεια γη, θα μπορούσαν να αποκτηθούν από αυτούς.
Με τον ερχομό του 18ου αιώνα η περιοχή του Τσάλκο χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη αγροκτημάτων ιδιοκτησίας Ισπανών και κρεολών που κυριαρχούσαν στην ινδιάνικη κοινωνία της περιφέρειας. Τα μεγαλύτερα, δυναμικότερα και μεγαλύτερης διάρκειας αγροκτήματα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κοντά στο Τσάλκο, στο San Juando Dios και στην Ασουνθιόν. Η αύξηση των ισπανικής ιδιοκτησίας γαιών δεν πέρασε απαρατήρητη από τους ινδιάνους και, ακόμα κατά την πρώιμη αποικιακή περίοδο, οι χωρικοί κατέφευγαν στα δικαστήρια για να προασπίσουν τις εκτάσεις τους. Τα χωριά βρήκαν εξυπηρετικό το να διεκδικούν ένα καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας, ακόμα και όταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήσαν δημοτικοί και ήταν ευκολότερο να εγγραφούν στα ισπανικά αρχεία, τα οποία κατέγραφαν πόλεις ως κυρίαρχες, αλλά δεν μπορούσαν να υποδείξουν τα ονόματα των κατόχων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, με την έννοια της προστασίας, η κοινή ιδιοκτησία στη ζωή των χωριών μεγαλοποιήθηκε πέρα από αυτό που έπρεπε να είναι. Αυτή η τάση όσον αφορά τα ατομικά χωρικά δικαιώματα, έθεσε τη βάση για το ύστερο λαϊκό αγροτικό αίτημα, ότι, δηλαδή, το municipio libre (το πολιτικά ελεύθερο και οικονομικά ανεξάρτητο χωριό), πρέπει να αποτελέσει το θεμελιώδες πολιτικό και κοινωνικό τμήμα του έθνους. Αλλά παρ’ όλη την επαγρύπνηση και την ενεργητική τους αυτοάμυνα, τα χωριά δεν μπόρεσαν να κρατήσουν μακριά τους κατακτητές.
Το αποτέλεσμα στην περιοχή Τσάλκο - Ρίο Φρίο, στο ανατολικό Μορέλος και στη βορειοδυτική Πουέμπλα, ήταν η πρώιμη ανάδυση της περισσότερο πρωτόγονης μορφής της αγροτικής κοινωνικής διαμαρτυρίας, της κοινωνικής ληστείας. Η περιοχή κατακλύσθηκε από μικρούς «ληστρικούς στρατούς». Αυτό το κέντρο της ληστείας εξελίχθηκε αργότερα στον τόπο της ιδεολογικά οργανωμένης αγροτικής εξέγερσης.
Με το τέλος της αποικιακής εποχής η διαδικασία πώλησης της γης – δηλαδή των χωριών που είχαν περιέλθει σε φτώχεια – ήταν αξιοσημείωτη και η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε σε όλο το 19ου αιώνα. Επιπλέον, ο πληθυσμός των χωριών συνέχισε να επιστρέφει, κάτι που άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η εξέγερση των ιθαγενών πληθυσμών δημιούργησε νέες πιέσεις στα χωριά και τις λίγες εκτάσεις γης που παρέμεναν διαθέσιμες στους κατοίκους της. Το τέλος της αποικιακής περιόδου, πάντως, σηματοδότησε την εισαγωγή ενός ακόμα στοιχείου – της πολιτικής επανάστασης. Το πρόβλημα της διανομής της γης ήταν τώρα, για πρώτη φορά, ένα ανοιχτό ζήτημα στην εθνική πολιτική αρένα και θα μπορούσε στο εξής να παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Στο Τσάλκο, εκτός από το πρόβλημα της αναδιανομής της γης, υπήρχε και το πρόβλημα του αυξημένου αριθμού φτωχών και άκληρων αγροτών στις περιοχές όπου σημειώθηκε η αγροτική ταραχή.
Το 1866 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιάν μεσολάβησε σε μια διαμάχη ανάμεσα σ’ ένα από τα χωριά του Τσάλκο, το Xico και ενός τοπικού αγροκτήματος, επειδή το δεύτερο είχε αποκτήσει το περισσότερο μέρος της γης στην περιοχή και οι χωρικοί του Xico παραπονέθηκαν ότι δεν μπορούσαν να τραφούν εφόσον πλήρωναν παραδοσιακά ωφελήματα (φόρους) στον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος.
Μια μεταγενέστερη παρόμοια περίπτωση στο χωριό Κοατεπέκ του Τσάλκο δείχνει τη διαμάχη που αναπτύχθηκε στο ύστερο μισό του 19ου αιώνα ανάμεσα στις φιλελεύθερες ιδέες και στη σωματειακή (συντεχνιακή) δομή της ιθαγενούς επαρχίας. Οι πολίτες του Κοατεπέκ έστειλαν ένα κείμενο με υπογραφές στον αυτοκράτορα: «…ήμασταν οι πρώτοι που έχασαν τη γη τους. Δεν συμμορφωνόμαστε με τους κανόνες του νόμου, επειδή δεν ξέρουμε πώς». Οι χωρικοί διεκδίκησαν την ιδιοκτησία της γης για πάνω από δύο αιώνες και απαίτησαν οι τοπικές αρχές να μην έχουν πλέον τον έλεγχο της γης του χωριού εξαιτίας της «προδοσίας» τους. Οι συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση της εξέγερσης του Τσάβες Λοπέζ είχαν ήδη δημιουργηθεί.
Στις 20 Απρίλη 1869 ο Τσάβες Λοπέζ δημοσίευσε το μανιφέστο του, καλώντας το μεξικανικό λαό στα όπλα ώστε να δημιουργήσει ένα νέο αγροτικό κίνημα και να αντισταθεί σε ό,τι αυτός περιέγραφε ως καταστολή από την πλευρά των ανώτερων τάξεων και την πολιτική τυραννία της κεντρικής κυβέρνησης. Το μανιφέστο ήταν ένα σημαντικό ντοκουμέντο στην ανάπτυξη της αγροτικής ιδέας, όχι μόνο επειδή εισήγαγε την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική αντίληψη της ταξικής πάλης στο μεξικανικό αγροτικό κίνημα, αλλά ακόμα επειδή τοποθέτησε τις κακουχίες που άντεξαν οι αγρότες σε ένα ιστορικό πλαίσιο και κατονόμασε τους πραγματικούς ενόχους. Απηύθυνε ένα κάλεσμα για το σχηματισμό αυτόνομων αρχών διοίκησης στα χωριά σε αντικατάσταση της κυριαρχίας της εθνικής κυβέρνησης που ήταν διεφθαρμένη και συνεργάτης των τσιφλικάδων. Αυτή η αναρχικής υφής υποστήριξη του τοπικού δημοτικισμού ως η έσχατη απονομή δικαιοσύνης στην επαρχία είναι κάτι κοινό σε αρκετές αγροτικές επαναστάσεις.
Το ιδεολογικό περιεχόμενο του μανιφέστου ήταν, επίσης, σημαντικό εξαιτίας αυτών που συνεργάστηκαν για να το γράψουν. Ο Ροδοκανάτης, ένας Ευρωπαίος ιδεολόγος, συνεργαζόμενος με διάφορους κοινωνικούς επαναστάτες, άσκησε μια αξιοσημείωτη επίδραση πάνω στην αναπτυσσόμενη ιδεολογία του μεξικανικού αγροτικού κινήματος. Τις ιδέες του, τις οποίες δημοσίευαν οι εργατικές εφημερίδες και περιοδικά κατά τη διάρκεια του 1870, μπορούμε ακόμα και να τις συναντήσουμε στα αισθήματα των μεταγενέστερων Ισπανών μπακουνιστών που οργάνωσαν μεγάλους αριθμούς αγροτών στην Ανδαλουσία και την Καταλονία. Η επιτυχία της έκκλησης αυτής στη μεξικανική επαρχία δεν αποτελεί έκπληξη, δοσμένων των συνθηκών που επικρατούσαν. Το μανιφέστο εξέφρασε κατά κατηγορηματικό τρόπο το νέο τύπο της ιδεολογίας της ταξικής πάλης που αναδυόταν από την ολοένα αυξημένη απελπιστική κατάσταση του μεξικανικού αγροτικού κινήματος:
«Η ώρα της κατανόησης για τους ανθρώπους με καλή καρδιά έχει φτάσει. Η μέρα έχει έρθει για τους σκλάβους να ξεσηκωθούν καθώς ένας άνθρωπος απαιτεί τα δικαιώματά του που έχουν κλαπεί από τους ελάχιστους δυνατούς. Αδέλφια! Το κίνημα έχει έρθει να αποκαταστήσει την επαρχία, να ζητήσει εξηγήσεις από εκείνους που έχουν απαιτήσει τα πάντα από εμάς Είναι η μέρα να επιβάλλουμε υποχρεώσεις πάνω σε αυτούς που σκέφτονται μόνο για τα δικά τους δικαιώματα… Αυτοί που έχουν κερδίσει εξαιτίας του φυσικού μας ηθικού και της διανοητικής ανικανότητας, ονομάζονται latifundistas, terratenientes ή haciedados (σ.σ.: τσιφλικάδες, μεγαλοκτηματίες). Όσοι από εμάς έχουν αφήσει όλους αυτούς να αρπάξουν ό,τι ανήκει σε μας κατά παθητικό τρόπο, ονομάζονται εργάτες, προλετάριοι ή peones (σ.σ.: εργάτες). Εμείς οι peones, λοιπόν, έχουμε δώσει τη ζωή μας και όλο μας το ενδιαφέρον για τους haciedados και αυτοί μας έχουν μεταβάλλει σε αντικείμενα των μεγάλων τους καταχρήσεων, έχοντας δημιουργήσει ένα σύστημα εκμετάλλευσης, με το οποίο εννοείται ότι διαφοροποιούμαστε και με το οποίο μας αρνούνται τις πιο απλές απολαύσεις της ζωής. Πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα εκμετάλλευσης; Είναι ένα σύστημα που αφιερώνεται αποκλειστικά στην καταστροφή της ύπαρξης των εργατών. Οι γονείς μας ανήκαν στην hacenda εκμισθωμένοι με ένα real (σ.σ.: το τότε νόμισμα του Μεξικού) για μια εργατική μέρα. Και δεν ήταν δυνατόν να επιβιώσουν με αυτά τα χρήματα, επειδή στις αποθήκες των haciendas οι μεγαλοκτηματίες πουλούσαν τα αγαθά τους σε πληθωριστικές τιμές. Πολύ πιο ακριβά από ό,τι το κόστος των αγαθών που μήνα με το μήνα και χρόνο με το χρόνο τα παρασκευάζαμε με το χέρι. Το κόστος αυτών των αποθηκών δημιούργησε χρέη που καταλογίστηκαν στους γονείς μας. Πώς θα μπορούσαν αυτοί να ξεπληρώσουν υπέρογκα χρέη σαν αυτά όταν δεν κέρδιζαν περισσότερα από ένα μίζερο real για μιας μέρας εργασία;
Όταν ήρθαμε στον κόσμο αυτό, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τα χρέη αυτά των γονιών μας τα οποία πέρασαν έπειτα σε μας. Με τον τρόπο αυτό γίναμε σκλάβοι και υποχρεωθήκαμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε στο ίδιο μέρος, κάτω από το ίδιο σύστημα, με την πρόφαση ότι πληρώνουμε τα τώρα περίφημα χρέη. Αλλά οι μισθοί μας δεν αυξήθηκαν ποτέ, ούτε και μας έγινε ποτέ κάποια πίστωση και βρεθήκαμε στην ίδια κατάσταση όπως και οι γονείς μας.
Και ποιος είναι αυτός που έχει συντελέσει ώστε να μας κρατήσει άφωνους, ταπεινωμένους, σε κατάσταση άγνοιας και σκλαβιάς; Η Εκκλησία, ειδικά η Εκκλησία… Οι υποκριτικοί της ιεραπόστολοι… οι καλόγεροι που λένε ότι όλα είναι μάτια… Ας αφήσουμε τη θρησκεία να βασιλεύει, αλλά ποτέ την Εκκλησία κι ακόμα λιγότερο τους επισκόπους… Εάν οι επίσκοποι είναι κακοί, τότε το ίδιο είναι και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δίνουν διαταγές. Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτό που ονομάζεται κυβέρνηση και το οποίο είναι στην πραγματικότητα τυραννία; Πού είναι η καλή κυβέρνηση;…
Οι hacendados είναι οι δυνατοί εκείνοι άνθρωποι που στηρίζονται στο στρατό και που αυτός τους συντηρεί ώστε να εξασφαλίσουν τις ιδιοκτησίες τους. Όλοι αυτοί απαιτούν την κατοχή οποιωνδήποτε τοποθεσιών, είναι κάτι που επιθυμούν και το έχουν καταφέρει χωρίς αποτελεσματικές διαμαρτυρίες.
Τι θέλουμε;… Θέλουμε τη γη να την καλλιεργούμε εν ειρήνη και να τη θερίζουμε σε κατάσταση ηρεμίας, να εγκαταλείψουμε το σύστημα της εκμετάλλευσης και να δώσουμε ελευθερία σε όλους, ώστε αυτοί να εργάζονται εκεί που μπορούν καλύτερα να κατοικήσουν χωρίς να πρέπει να πληρώσουν φόρο, να δώσουμε στον κόσμο την ελευθερία να επανενωθεί με βάση όποιο τρόπο νομίζει πιο εξυπηρετικό, δημιουργώντας μεγάλες ή μικρές αγροτικές κοινότητες που θα στέκονται πάντα φρουροί της κοινής άμυνας, χωρίς την ανάγκη εξωτερικών παραγόντων που διατάζουν και τιμωρούν.
Σύντροφοι Μεξικανοί! Αυτή είναι η απλή αλήθεια, που μπορούμε να κερδίσουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ώστε να φέρουμε το θρίαμβο της ελευθερίας. Ίσως μας καταδιώξουν, ίσως και να μας πυροβολήσουν ανηλεώς, αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό, επειδή έχουμε το όνειρο. Ποια επιλογή έχουμε για τη ζωή μας; Ο θάνατος είναι καλύτερος από τη διαιώνιση της καταστολή και της μιζέριας. Ως φιλελεύθεροι αρνούμαστε την καταστολή. Ως σοσιαλιστές είναι κάτι που μας τραυματίζει. Ως άνθρωποι την κατηγορούμε. Κατάργηση της κυβέρνησης, κατάργηση της εκμετάλλευσης!
Θέλουμε γη, θέλουμε τάξη, θέλουμε ελευθερία. Πρέπει να απελευθερωθούμε από κάθε μιζέρια. Χρειαζόμαστε ειρήνη και σταθερότητα. Τελικά, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η δημιουργία ενός κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στους ανθρώπους βασισμένου στον αλληλοσεβασμό. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η ελευθερία!». (Ο πλήρης τίτλος του μανιφέστου αυτού ήταν «Manifesto a todos los oprimidos y pobres de Mexico y del universo» - «Μανιφέστο όλων των καταπιεσμένων και των φτωχών του Μεξικού και της οικουμένης», Τσάλκο 20 Απρίλη 1869).
Οι αναρχικοί συνάντησαν αφόρητα εμπόδια στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τους ιδεολογικούς στόχους που εξέφραζε το μανιφέστο. Τα στρατεύματα του Κουέγιαρ έκαναν την έκπληξη και συνέλαβαν τον Τσάβες Λοπέζ χωρίς ούτε μια μάχη, λίγο μετά τη δημοσίευση του μανιφέστου του. Πάντως, λίγες μέρες αργότερα, οι αγρότες φίλοι του επιτέθηκαν στους στρατιώτες που τον κρατούσαν. Ο Τσάβες απέδρασε και με τους συντρόφους του κατέφυγε στους γειτονικούς λόφους απ’ όπου άρχισε μια επιτυχή αύξηση του αριθμού των αγροτών που τον ακολουθούσαν. Οι προειδοποιήσεις του Αντόνιο Φλόρες, νομάρχη Τεξκόκο, έμελλε να αποδειχθούν αληθινές. Μετά από μια επιτυχή στρατολογία, οι εξεγερμένοι βάδισαν με επιτυχία ενάντια στην πόλη και στο αγρόκτημα του Σαν Μαρτίν Τεξμελοκάν, που βρισκόταν στον κύριο δρόμο Τσάλκο-Πουέμπλα. Τα ομοσπονδιακά στρατεύματα εγκατέλειψαν τις θέσεις και τα όπλα τους πανικοβλημένα. Ο Τσάβες Λοπέζ συγκέντρωσε όλα τα χρήματα που μπόρεσε να βρει την πόλη και τότε ήταν που εισήγαγε κάτι καινούργιο, που ακολουθήθηκε κατά κόρον στις κατοπινές εξεγέρσεις, το κάψιμο των δημοτικών αρχείων.
Μετά την ανάγνωση του μανιφέστου του και την εκλαΐκευση της ιδεολογίας του, συγκέντρωσε περισσότερους ακολουθητές και αναδιοργάνωσε το στρατό του και τότε βάδισε προς την πόλη Απιζάκο της Τλαξκάλα και, για μια ακόμα φορά, κατατρόπωσε την εκεί φρουρά, έκαψε τα δημοτικά αρχεία και συγκέντρωσε τα διαθέσιμα χρηματικά ποσά και όπλα. Εκεί συνειδητοποίησε ότι το κίνημά του χρειαζόταν μια πλατιά βάση υποστήριξης για να πετύχει. Μ’ αυτό κατά νου, έστειλε το συνεργάτη του Ανσέλμο Γκομέζ, με ένα σώμα 50 ανδρών βόρεια, στο κρατίδιο του Hidalgo, για να ξεσηκώσει την εκεί επαρχία. Ο Τσάβες ακολούθησε με το «στρατό» του, που αριθμούσε τώρα 500 περίπου φτωχά οπλισμένους άνδρες.
Καθώς προχωρούσε συνέχισε τις προσπάθειές του για να κερδίσει την υποστήριξη του λαού της επαρχίας, με την ανάγνωση και εκλαΐκευση του μανιφέστου του. Εξέθεσε ακόμα και την πρακτική εφαρμογή του μανιφέστου αυτού, με την κατάσχεση των αγροκτημάτων και την αναδιανομή της γης στους αγρότες. Στο δρόμο προς το βορρά επέδειξε αξιοσημείωτες στρατιωτικές ικανότητες με το να αποφεύγει τις κύριες δυνάμεις του Κουέγιαρ. Αν και ο Τσάβες Λοπέζ συνέχισε να κάνει νέες στρατολογίες, να πυρπολεί δημοτικά αρχεία και να κατάσχει αξιοσημείωτα χρηματικά ποσά, απέτυχε, όμως, στις προσπάθειές του να επιτάξει αποτελεσματικό αριθμό όπλων, μια αποτυχία η οποία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Το σώμα υπό τον Ανσέλμο Γκομέζ είχε και αυτό επιτυχίες σε νέες στρατολογήσεις. Στις 11 Ιούνη όταν εισέβαλε και κατέλαβε την πόλη Chinotepec στη Βέρα Κρουζ αριθμούσε 150 άνδρες. Ο κυβερνητικός αρχηγός της Chinotepec προκάλεσε και οργάνωσε την αντίδραση των ευημερών στοιχείων της κοινωνίας ενάντια στην ιδεολογία του Τσάβες Λοπέζ και τον ποικιλόχρωμο στρατό του, πληροφορώντας τον υπουργό Πολέμου ότι «ο ληστής Ανσέλμο Γκομέζ, επικεφαλής 150 ανδρών, κατέλαβε την πόλη και άρχισε να προβαίνει σε κάθε είδους δραστηριότητα ενάντια στην ιδιωτική ιδιοκτησία, ενώ διαδίδει στον κόσμο την άρνησή του να αναγνωρίσει κάθε μορφή κυβέρνησης».
Ο Τσάβες Λοπέζ, στο μεταξύ, είχε μετακινηθεί, περνώντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του Τεξκόκο, προς τη μεγάλη πόλη Ακτοπάν, που βρισκόταν 17 μίλια βορειοδυτικά της Πατσούκα. Εκεί δημιούργησε ένα στρατόπεδο και άρχισε να προετοιμάζει μια επίθεση, αλλά ομοσπονδιακά στρατεύματα τον αιφνιδίασαν και αιχμαλώτισαν τον φτωχά οπλισμένο και εκπαιδευμένο «στρατό» του, πριν αυτός αρχίσει την επίθεσή του στην πόλη. Τα ομοσπονδιακά στρατεύματα συνέλαβαν τον Τσάβες και τον μετέφεραν στο Ακτοπάν. Αφού εξακριβώθηκε ότι οι ήδη διασκορπισμένοι οπαδοί του δεν αποτελούσαν πλέον απειλή, τον έστειλαν στο Τσάλκο, όπου η κυβέρνηση του Μπενίτο Χουάρεζ διέταξε να εκτελεστεί από απόσπασμα στην αυλή του Escuela del Rayo del Socialismo το πρωί της 1ης Σεπτέμβρη 1869. Σε μια σύντομη περίληψη του επεισοδίου αυτού αναφέρεται ότι ο Τσάβες Λοπέζ κραύγασε «Ζήτω ο σοσιαλισμός», μόλις το απόσπασμα πήρε τη διαταγή να τον πυροβολήσει. Η τύχη του Ανσέλμο Γκομέζ και του σώματός του που εισέβαλε στο κρατίδιο της Βέρα Κρουζ είναι άγνωστη.
Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν ότι με την καταστολή της εξέγερσης και την εκτέλεση του Τσάβες, συνελήφθη και ο Ροδοκανάτης και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά του δόθηκε χάρη, πληροφορίες που, όμως, δεν επιβεβαιώνονται από τον John Hart.
Μια σημαντική πλευρά του κινήματος του Τσάβες Λοπέζ ήταν η συνειδητή εκτίμηση που έτρεφαν γι’ αυτό οι αγρότες, οι οποίοι υπέφεραν από κοινωνικές και άλλες αρρώστιες. Οι προηγούμενες «αγροτικές εξεγέρσεις» είχαν καθοδηγηθεί από μορφωμένους φιλελεύθερους και οικονομικά και στρατιωτικά ευημερούντες αρχηγούς, οι οποίοι δημοσίευσαν «σχέδια» ή ήσαν γνήσιες αγροτικές εξεγέρσεις που άρθρωσαν ένα ξεκάθαρο λόγο και κατέσχεσαν αγροκτήματα. Με την άφιξη του Τσάβες Λοπέζ και της εξέγερσής του, συναντάμε στο Μεξικό για πρώτη φορά ένα αγροτικό κίνημα, το οποίο προσπάθησε να προωθήσει την ιδέα της δημιουργίας «αγροτικών κοινοτήτων οι οποίες θα μπορούσαν να σταθούν άγρυπνες για την κοινή άμυνα, χωρίς την ανάγκη εξωτερικών παραγόντων που δίνουν διαταγές και επιβάλλουν τιμωρίες». (Αναφέρεται στο Μανιφέστο του Τσάβες Λοπέζ).
Οι αγροτικές εξεγέρσεις που είχαν την καταγωγή τους από την ίδια περιοχή κατά τις δεκαετίες 1870 και 1880, συνέχισαν την ίδια πολιτική μ’ αυτή του Τσάβες Λοπέζ. Το κάλεσμα για «αγροτικές κοινότητες» κατέστησε το ελεύθερο αυτοδιοικούμενο χωριό (municipio libre) μια μόνιμη φράση στο αγροτικό λεξιλόγιο κατά τη δεκαετία του 1870, κάτι που με το ερχομό του 20ού αιώνα, ο επονομαζόμενος «πρώτος αρχηγός της επανάστασης» Βενουστιάνο Γκαρράντσα, στο λόγο του στη Συνταγματική Συνέλευση στο Queretaro το 1916, εγγυήθηκε, σε μια προσπάθεια να κερδίσει αντιπροσώπους για να υποστηρίξουν το πρόγραμμά του, ώστε να δώσει στο municipio libre όλη του την υποστήριξη ως την «πολιτική» και «οικονομική» βάση μιας ελεύθερης κυβέρνησης.
Το εάν ή όχι ο Ροδοκανάτης προσδοκούσε το σχολείο του Τσάλκο να μεταβληθεί στο αρχικό σημείο εκκίνησης για μια βίαιη αγροτική επανάσταση δεν είναι ξεκάθαρο. Όμως, δεν θα ήθελε να πάρει μέρος σε βίαιες πράξεις όποτε αυτές ξεσπούσαν. Ίδρυσε κατά βάση το σχολείο αυτό, για να προετοιμάσει το δρόμο της δημιουργίας αγροτικών κοινοτήτων βασισμένων στην κοινοκτημοσύνη και διάλεξε σκόπιμα την περιοχή αυτή η οποία διέθετε μια παραδοσιακή αγροτική αντίσταση ενάντια στους μεγαλοϊδιοκτήτες. Όταν ο Ροδοκανάτης είδε τον επαναστατημένο Τσάβες Λοπέζ του έδωσε κουράγιο. Ο δάσκαλος περίμενε, χωρίς αμφιβολίες, ότι «θα υπήρχαν φασαρίες και προβλήματα όταν εγκατέλειψε το σχολείο, επειδή παρατήρησε ότι είχε μεταβληθεί σε μια ομάδα αποφασισμένων να αναλάβουν δράση ανθρώπων ώστε να επιτύχουν την «ελευθερία». (Από γράμμα του Ροδοκανάτη στον Ζαλοκόστα το Νοέμβρη του 1868) Σε μια κρίσιμη στιγμή, τοποθέτησε τον Ζαλοκόστα υπεύθυνο. Ο Ζαλοκόστα, ο οποίος επεδείκνυε μια τάση προς τη βία, επηρέασε αρκετά τον Τσάβες Λοπέζ και τον βοήθησε να επιταχύνει τη ροή των γεγονότων στο Τσάλκο.
Ο Ροδοκανάτης επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, όπου, για μια ακόμα, φορά άρχισε να εργάζεται, ανάμεσα στους πρώην συντρόφους στη «La Social». Αλλά ο ρόλος της κεντρικής φυσιογνωμίας του μεξικανικού σοσιαλισμού είχε πλέον περάσει στο Σαντιάγκο Βιλλανουέβα και άλλους, ο οποίος, κατά την απουσία του Ροδοκανάτη, είχε αρχίσει, με αρκετή επιτυχία, να οργανώνει τους εργάτες της πόλης που σχημάτιζαν εργατικά συμβούλια. Αν και ο Ροδοκανάτης συνέχισε να παίζει έναν εξέχοντα ρόλο, η «ηγεσία» του κινήματος πέρασε σταδιακά σε νεότερους και περισσότερο δυναμικούς ανθρώπους.
Ο M. Genofonte γράφει ότι το 1869 συγκροτήθηκε στην Πόλη του Μεξικού μια ομάδα με το όνομα «Προλεταριακός Κύκλος», η οποία το 1870 εξελίχτηκε στον «Μεγάλο Κύκλο των εργατών του Μεξικού», υπό την άμεση επιρροή του Ροδοκανάτη και των συντρόφων του. Το 1876 ένα εργατικό συνέδριο υιοθέτησε, ανάμεσα στα άλλα, αρκετές από τις βασικές αναρχικές αρχές, αλλά η πραγματική και περισσότερο συστηματική αναρχική δράση άρχισε στις αρχές του 20ού αιώνα με τους αδελφούς Μαχόν.
Πάντως, το 1879 ο Ροδοκανάτης προσχώρησε στη θρησκευτική αίρεση των μορμόνων και, μάλιστα, βαφτίστηκε από έναν απόστολο με το όνομα Μωυσή Θάτσερ και έγινε πρόεδρος του παραρτήματος της αίρεσης στο Μεξικό. Αλλά μετά από ένα χρόνο αποχώρησε γιατί οι ελευθεριακές σοσιαλιστικές του ιδέες απορρίφθηκαν από τους επικεφαλείς της αίρεσης.
Το 1886 ο Πλωτίνος Pοδοκανάτης επέστρεψε στην Eυρώπη, όπως γράφει και ο Ηart - αλλά είναι άγνωστο πού - μετά το θάνατο του στενότερου συντρόφου και συνεργάτη του Φραντσίσκο Zαλοκόστα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης αγροτικής εξέγερσης στο κεντρικό Mεξικό, το 1878-1884. Την εξέγερση αυτή είχε οργανώσει η Gran Comite Central Communero, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί αναρχικοί της εποχής.
Οι ισπανόφωνοι ιστορικοί δεν αναφέρουν για επιστροφή του Ροδοκανάτη στην Ευρώπη και λένε ότι αυτός πέθανε το 1885 ή το 1886.
http://ngnm.vrahokipos.net/apend01.html?start=2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου