Γράφει ο Κώστας Παπαδάκης
Η από μέρους της Χρυσής Αυγής κατάθεση «αντιρατσιστικού νομοσχεδίου», πέρα από την πολιτική και νομική φαιδρότητα του περιεχομένου του, αποδεικνύει ότι κάθε προσπάθεια περιορισμού του πολιτικού λόγου προκαλεί ενεργοποίηση αντίστοιχων αντανακλαστικών προνομιακά στον χώρο των αρνητών της ελευθερίας.
Αποτέλεσμα της αντιρατσιστικής υποκρισίας των μνημονιακών κυβερνητικών κομμάτων είναι η πρώτη προσπάθεια αμφίπλευρης νομιμοποίησης περιορισμού του πολιτικού λόγου και σύνδεσης της ποινικής μεταχείρισης με την πολιτική άποψη.
Αποκαλύπτεται ότι οι φορείς της προσπάθειας αυτής αποτελούν στην πραγματικότητα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ τους, που απειλούν το καθένα με τον τρόπο του τις δημοκρατικές
κατακτήσεις και ελευθερίες και τον περιορισμό του ποινικού δικαίου στο χώρο των αξιόποινων πράξεων.
Χρέος της προοδευτικής νομικής διανόησης είναι να αποκαλύψει τους εκατέρωθεν λαϊκισμούς και να υπερασπίσει το νομικό πολιτισμό που απειλείται από τα κόμματα της κρατικής και παρακρατικής εξουσίας.
Αντιρατσιστική Ρητορεία στα όρια της Δίωξης του Πολιτικού Λόγου
του Κώστα Παπαδάκη
Η συζήτηση που τελευταία διεξάγεται με αφορμή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την «καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» καθιστά αναγκαία της τοποθέτηση της προοδευτικής νομικής διανόησης και την ανάληψη των ευθυνών της απέναντι στην υποκριτική επικοινωνιακή διαχείριση του φασιστικού κινδύνου.
1. Το ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο πράξεων και όχι προθέσεων, δίκαιο πραγματικής και όχι αντικειμενικής ή πολιτικής ευθύνης, δίκαιο που διώκει και τιμωρεί εγκληματικές πράξεις και συμπεριφορές και όχι ιδεολογίες και φρονήματα. Το ότι το ποινικό δίκαιο έχει περιορισθεί σε αυτά τα όρια αποτελεί αδιαπραγμάτευτη κατάκτηση στην διαχρονική εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εποικοδόμημα του νομικού πολιτισμού. Διαφορετική θεώρηση θέτει σε κίνδυνο το ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, όπως και η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου παραδέχεται.
2. Η πρόκληση σε τρίτον της απόφασης να διαπράξει αξιόποινες πράξεις προβλέπεται και τιμωρείται επαρκώς από τις διατάξεις του Π.Κ. 46 παρ. 1 και 2 περί ηθικής αυτουργίας και προβοκάτσιας κ.λ.π. και συμπληρωματικά από τη διάταξη της απλής συνέργειας με ψυχική συνδρομή (Π.Κ. 47 παρ. 1). Ηδη το τελευταίο κριτήριο, που η νομολογία σταθερά εφαρμόζει, ενέχει επικίνδυνα στοιχεία φρονηματικής αντιμετώπισης.
Κάθε προσπάθεια διεύρυνσης των ορίων της παραπάνω αντιμετώπισης εξέρχεται από τα όρια της ποινικής απειλής δίωξης τέλεσης πράξεων και παραβιάζει τα όρια δίωξης του πολιτικού λόγου.
3. Οι ιδεολογίες δεν διώκονται ποινικά, όσο και είναι η αν αντιμετωπίζονται ως αντικοινωνικές η «ακραίες» από την εκάστοτε εξουσία. Η δίωξη των ιδεολογιών είναι όχι μόνο ανεπίτρεπτη υπό συνταγματικό καθεστώς πολιτικών ελευθεριών (Σ 5, 14), αλλά και ιστορικά αναποτελεσματική. Η ανοχή των πολιτικών διώξεων παρέχει το άλλοθι σε κάθε εξουσία να τις διευρύνει, περιλαμβάνοντας συχνά και τις αντίθετες πολιτικές διώξεις.
4. Οι φασιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές, κρούσματα των οποίων παρατηρούνται και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αποτελούν πολιτικό φαινόμενο, του οποίου ο τρόπος αντιμετώπισης δεν μπορεί να είναι διαφορετικός.
Ως προς τις αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με αυτές, το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο είναι ικανό να προστατέψει αποτελεσματικά τα θύματα αυτών, εφόσον βεβαίως εφαρμόζεται. Η τήρησή του απαιτεί την ύπαρξη σχετικής πολιτικής βούλησης από το όλο σύστημα εξουσίας (κυβέρνηση, αστυνομία, εισαγγελίες, δικαστήρια), πράγμα που δεν συμβαίνει. Ενδεικτικά, συμπεριφορές :
α) Συνιστά παράνομη βία (Π.Κ. 330 – φυλάκιση μέχρι δύο ετών), η συμπεριφορά όσων με βία ή απειλή βίας υποχρεώνουν μικροπωλητές να εγκαταλείπουν τον τόπο της δραστηριότητάς τους, μαζεύοντας τα πράγματά τους από λαϊκές αγορές κτλ.
β) Συνιστά εκβίαση (Π.Κ. 385 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και υπό προϋποθέσεις κακούργημα), η συμπεριφορά όσων απειλούν και εκβιάζουν έλληνες εργοδότες να προσλαμβάνουν έλληνες υπαλλήλους στη θέση μεταναστών με την απειλή βίας ή ζημιάς στην επιχείρησή τους.
γ) Συνιστά ελευθέρωση κρατουμένου, η πράξη αυτού που εισβάλλει σε μία αστυνομική κλούβα και απελευθερώνει με βία από τα χέρια των αστυνομικών κάποιον που έχει συλληφθεί προηγουμένως για αυτόφωρη πράξη (Π.Κ. 172 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών).
δ) Συνιστούν εμπρησμό (Π.Κ. 264 παρ. β΄ – κακούργημα αν μπορούσε να προξενήσει κίνδυνο για άνθρωπο), η φθορά ξένης περιουσίας με φωτιά (Π.Κ. 382 παρ. 2 γ΄- φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) οι περιπτώσεις δολιοφθορών σε καταστήματα κτλ.
ε) Συνιστούν απρόκλητη επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού (Π.Κ. 308, 308Α, 309 – φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους), ή απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης 310 – Π.Κ. κακούργημα) κατά περίπτωση οι τραμπουκισμοί κατά μεταναστών, νεολαίων, αντιφασιστών κ.λ.π.
στ) Συνιστά σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (Π.Κ. 187 – διαρκές κακούργημα) η ένωση τριών η περισσοτέρων με διαρκή δομή και δράση για διάπραξη συγκεκριμένων κακουργημάτων.
ζ) Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων, πλημμελημματικών η κακουργηματικών με τρόπο η υπό συνθήκες η σε έκταση που απειλούν ….τις συνταγματικές δομές της χώρας (Π.Κ. 187Α).
Σημείωση : Ο γράφων όχι μόνο δεν υποστηρίζει τις τελευταίες δύο διατάξεις (συνδυασμός «τρομονόμων» Σταθόπουλου – ΠΑ.ΣΟ.Κ. ν. 2928/2001, Παπαληγούρα Ν.Δ. 3251/2004 και Καστανίδη – ΠΑ.ΣΟ.Κ. ν. 3875/2010), αλλά έχει συμβάλει στην πάλη εναντίον τους μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες. Τις παραθέτει χάριν πληρότητας ενημέρωσης και προς συναγωγή συμπερασμάτων…
Το γεγονός ότι οι ποινικές αυτές διατάξεις δεν έχουν ενεργοποιηθεί ποτέ σε πληθώρα ρατσιστικών και φασιστικών επιθέσεων που έχει απασχολήσει τη δημοσιότητα τον τελευταίο (και όχι μόνο) χρόνο δείχνουν ότι αυτό το οποίο λείπει δεν είναι η ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου, αλλά η πολιτική βούληση εκείνων που είναι αρμόδιοι να το εφαρμόζουν να το πράξουν.
Εάν στη θέση των φασιστών και ρατσιστών ήσαν αριστεροί ή αναρχικοί, θα σέρνονταν, όπως και επανειλημμένα έχει συμβεί, στις φυλακές και στα δικαστήρια με εξοντωτικές ποινικές διώξεις και τιμωρίες.
5. Δεν λείπει ακόμη και διάταξη στον Ποινικό Κώδικα η οποία εφαρμόζεται υποχρεωτικά ως κριτήριο επιμέτρησης της ποινής, όταν οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη τελείται από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος, οπότε συνιστά επιβαρυντική περίσταση (άρθρο 79 παρ. 3 Π.Κ.) όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 3719/2008). Αλλά και αυτή σπάνια εφαρμόζεται.
6. Παράλληλα με τον Ποινικό Κώδικα, ισχύει – τυπικά τουλάχιστον – και ο ν. 927/1979 για την αντιμετώπιση της έκφρασης καταφρόνησης εθνικών και φυλετικών ομάδων. Πρόκειται απροκάλυπτα για νόμο δίωξης του ρατσιστικού πολιτικού λόγου, που βρίσκεται επίσης σε πλήρη αχρησία.
7. Η όλη συζήτηση που τελευταία διεξάγεται με αφορμή το σχέδιο νόμου για την «καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με τη συζήτηση που προ μηνών είχε απασχολήσει τη δημοσιότητα, αν είναι σκόπιμο να τεθεί ή όχι εκτός νόμου η «Χρυσή Αυγή». Όποιος προσπάθησε να διατυπώσει οποιοδήποτε σχετικό νομοσχέδιο κινδύνεψε να υποπέσει σε ένα από τα δύο σφάλματα :
Α. Ή να προβλέψει συμπεριφορές αξιόποινες που ήδη είναι τυποποιημένες και ενταγμένες στην ποινική νομοθεσία, οπότε δεν υπάρχει για να προστεθεί κάτι παραπάνω.
Β. Ή να προσθέσει, μερικά ή ολικά, στοιχεία δίωξης πολιτικού λόγου τα οποία θα δημιουργήσουν συνολικές προϋποθέσεις και πλαίσια απαγόρευσης του πολιτικού λόγου, λογοκρισίας κτλ., που φυσικά με δεδομένη και την πολιτική βούληση που προαναφέρθηκε δεν πρόκειται να περιοριστούν στο χώρο του φασισμού και του ρατσισμού.
Οι συνθήκες για τη διεύρυνση αυτή παρέχονται άλλωστε από την Απόφαση – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε. που ανοίγει το δρόμο για την ποινικοποίηση του εγκωμιασμού των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας»..
8. Επόμενο είναι το νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε να αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα αφού, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα αυτά, προχωρεί σε δίωξη του λόγου.
- Ακόμα περισσότερο σαφές γίνεται στο άρθρο 3, το οποίο διώκει αυτή καθαυτή την αντίθετη άποψη ως προς τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εγκλημάτων πολέμου και ναζισμού κτλ.
- Επίσης, παρά το γεγονός ότι θεωρείται επιβαρυντική περίσταση η τέλεση των διωκόμενων με το νόμο πράξεων από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, δεν υπάρχει καμία ειδική διάταξη για αστυνομικούς, που αποδεδειγμένα συνεργάζονται με πολλούς τρόπους με τη Χρυσή Αυγή και που μία ποινική απειλή θα αποτελούσε, ίσως, μερική αποθάρρυνσή τους και μετριασμό της ασυλίας τους.
- Η ποινική δίωξη και οι κυρώσεις επεκτείνονται και εναντίον νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων, άρα δηλαδή και εναντίον κομμάτων, συλλογικοτήτων, σωματείων κτλ. ενώ, πέρα από τις ποινικές κυρώσεις, είναι προβλέψιμη ακόμη και η απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας για όσους κρίνονται υπαίτιοι.
- Κυρώσεις απειλούνται και εναντίον ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών, πράγμα το οποίο εξασφαλίζει εκπληκτικό άλλοθι στα Μ.Μ.Ε. για να ασκούν προληπτική λογοκρισία, να φιμώνουν πολιτικές φωνές και να αποκτούν άλλοθι για την άρνηση προβολής «ακραίων» απόψεων.
- Με το άρθρο 6 δίνεται δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που περιλαμβάνονται στο Συμβούλιο του ΟΗΕ, διευρύνοντας τα όρια της ποινικής δίκης, την οποία εν μέρει ιδιωτικοποιούν και διαμορφώνοντας στην πράξη στοιχεία του απαράδεκτου και λαϊκίστικου θεσμού της λαϊκής αγωγής.
- Με το άρθρο 7 παρέχεται προστασία σε υπηκόους τρίτων χωρών, θύματα ή ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων (όχι των προβλεπόμενων από το νομοσχέδιο), που όμως αφενός δεν προσθέτει τίποτα το νέο, αφού ήδη προβλέπεται για θύματα εμπορίας ανθρώπων από το άρθρο 46 Ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 4 παρ. 6 ν. 3875/2010. Θα αρκούσε η διεύρυνση της ρύθμισης αυτής, χωρίς να χρειαστεί οόκληρο νομοσχέδιο.
Όμως και η προβλεπόμενη σε αυτό προστασία παρέχεται ελλιπώς, δηλαδή «υπό τον όρο ότι αυτοί δεν απειλούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια», όταν είναι γνωστό ότι με το αιτιολογικό αυτό απελαύνονται καθημερινά χιλιάδες αλλοδαποί χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία και τεκμηρίωση και, συνεπώς, ούτε ο Εισαγγελέας ούτε το Δικαστικό Συμβούλιο που καθίστανται αρμόδιοι για την επικύρωση της διαπίστωσης της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων δεν δεσμεύονται για την προστασία των μαρτύρων αυτών.
9. Η θέσπιση του νόμου θα αναστήσει στην πράξη και τις εμφυλιοπολεμικές διατάξεις που εξακολουθούν να επιβιώνουν στον Ποινικό Κώδικα (ενδεικτικά : άρθρα Π.Κ. 141, 182, 183, 184, 192, παλιότερα περιύβριση αρχής 181 κτλ) με Έννοιες παρεμφερείς και αόριστες όπως «παρότρυνση ή διέγερση σε βιαιοπραγίες ή μίσος», «διέγερση σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων» κτλ. είναι προφανές ότι συγχέουν τα όρια του πολιτικού λόγου με την εγκληματική πράξη με έμφαση στον πολιτικό λόγο και δημιουργούν όρους καταστολής του.
10. Είναι προφανής τόσο η προσπάθεια της ΔΗΜ.ΑΡ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να διαφοροποιηθούν από τη Νέα Δημοκρατία, όσο και του Υπουργού Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη, πρώην Γενικού Γραμματέα του ίδιου Υπουργείου (με Υπουργό τον Φ. Κουβέλη στην κυβέρνηση Τζ. Τζανετάκη το 1989) και Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου που βρίσκεται στην αξιοθρήνητη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης κυβέρνησης της Τρόικα, να εξιλεωθεί από σωρεία αυταρχικών νομοθετημάτων τα οποία διατηρεί σε ισχύ, ενώ παλιότερα ευαγγελιζόταν άλλα (ενδεικτικά: τρομονόμοι, κουκουλονόμοι, νομοθετικό καθεστώς για επιστράτευση, καταπολέμηση απεργιών, διατάξεις δίωξης αγωνιστών του κινήματος διοδίων κτλ.), για άλλα που ετοιμάζει (όπως ο πλήρης περιορισμός αντί κατάργησης της δυνατότητας προσωρινών διαταγών και ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους) καθώς επίσης και τον γενικότερο περιορισμό μέχρι και κατάργηση της έννομης και προστασίας από την συνεχή αύξηση των παραβόλων, τη διάλυση των δικαστηρίων και τη λειτουργία τους μόνο ως μηχανισμού καταστολής.
11. Η νομιμοποίηση της απαγόρευσης του πολιτικού λόγου αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου, με τη συνδρομή της θεωρίας των δύο άκρων, η απαγόρευση αυτή να επεκταθεί και στο χώρο της Αριστεράς, τον αντιεξουσιαστικό κτλ. και γενικότερα κάθε χώρο του οποίου η δράση αποσκοπεί σε ένα κοινωνικό μετασχηματισμό πέρα από τα όρια του σημερινού κοινωνικού, πολιτικού και συνταγματικού μοντέλου. Η καταπολέμηση του φασισμού δεν έχει ανάγκη ούτε από «προοδευτικούς» τρομονόμους και ιδιώνυμα, ούτε από τη μεταγλώττιση διατάξεων δίωξης του πολιτικού λόγου που έχουν εγκαθιδρυθεί στη μετεμφυλιακή ποινική νομοθεσία της Ελλάδας και έχουν αποδοκιμαστεί από την πολύχρονη επιρροή της κινηματικής αντίστασης, ώστε να περιπέσουν σε αχρησία.
12. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία δεν αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις, αντίθετα οι απαγορεύσεις ηρωοποιούν, συσπειρώνουν και προβάλλουν εν τέλει θετικά εκείνους που τίθενται σε απαγόρευση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι και ο τρόπος με τον οποίο «καταπολεμάται» η Χρυσή Αυγή επί ένα χρόνο από τα κόμματα του κατεστημένου και τα Μ.Μ.Ε. προκαλεί περισσότερο τη διαφήμιση και ηρωοποίησή της και ανεβάζει τα δημοσκοπικά της μεγέθη ως κόμμα δήθεν αντίθετο στο κατεστημένο παρά την αποδοκιμασία της. Μήπως τελικά το κατεστημένο την κατασκευάζει ως «αντίπαλό του»;
Ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται από το αστικό κράτος, αφού αυτό και οι πολιτικές του τον γεννούν. Αντιμετωπίζεται από το κίνημα και με όπλο όχι τον περιορισμό και τη συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων ή την οποιαδήποτε απαγόρευση του πολιτικού του λόγου, αλλά την ίδια την ιστορική και πολιτική απογύμνωσή του.
Αθήνα, 27/5/2013
*Δικηγόρος, πρώην μέλος Δ.Σ. Δ.Σ.Α.
Συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 31/5/2013
http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2013/06/blog-post_5042.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου