Ποιος ήταν ο Τζατζάς;
Ο Μήτρος Τζατζάς κατάγονταν από την Κρανιά Ραψάνης Ολύμπου. Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 και 1913, αν και υπάγονταν στις εφεδρικές ηλικίες που στρατεύονταν, αυτός φυγοδίκησε και ευθύς αμέσως άρχισε τις ληστείες. Μέχρι το 1918, συνεργαζόμενος με το ληστή Βελώνη, είχε διαπράξει σωρεία ζωοκλοπών και ληστειών και κατέγραψε στο ενεργητικό του και το φόνο ενός κτηνοτρόφου.
Το Μάρτιο του 1920 ξεγελάσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του ειρηνοδίκη Ραψάνης και του διοικητή Χωροφυλακής Τσαμπούλα ότι δεν θα καταδιωχθεί αν παραδοθεί, εμφανίσθηκε, αλλά συνελήφθη και κλείσθηκε στις φυλακές της Λάρισας. Εκεί μετά από εγκλεισμό ενός μηνός δωροδόκησε ένα φύλακα και δραπέτευσε ξαναρχίζοντας την παράνομη δράση του στις περιοχές της Θεσσαλίας, των Γρεβενών, της Πιερίας, της Ηπείρου φτάνοντας μέχρι την Αλβανία και τη Σερβία, όπου συνεργάσθηκε με ληστές αυτών των περιοχών. Στη Σερβία μάλιστα, όπου είχε καταφύγει μετά το 1924 έμεινε δύο χρόνια, αγόρασε ποίμνιο προβάτων και παρίστανε τον κτηνοτρόφο.
Τον κατέδωσαν όμως και οι σερβικές αρχές που τον συνέλαβαν τον παρέδωσαν στις ελληνικές αρχές και βρέθηκε έγκλειστος επί τέσσερις μήνες στις φυλακές του Γεντή Κουλέ της Θεσσαλονίκης. Εκεί κρύβοντας στο κελί του μια μεταλλική στεφάνη ενός κουβά, κατασκεύασε μόνος του ένα αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έκοψε τα σίδερα του παραθύρου του κελιού του και δραπέτευσε με τον συγκρατούμενο και σύντροφό του στις ληστείες Μπουρλή. Πέφτοντας κάτω ο Μπουρλής τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια και τη σπονδυλική του στήλη και ο Τζατζάς τον μετέφερε στους ώμους σε μεγάλη απόσταση και τον έκρυψε σε μια χαράδρα και ο ίδιος απομακρύνθηκε γιατί ξημέρωνε.
Ο Μπουρλής ανήμπορος συνελήφθη την άλλη μέρα και τελικά καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η εκτέλεσή του έγινε έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος ο Τζατζάς καταδικάσθηκε επίσης σε ερήμην σε θάνατο και επικηρύχθηκε αντί 1 εκ. δρχ. Τον είχαν επικηρύξει οι αρχές από το 1921 ως ληστή, δίνοντας για την κατάδειξη του 300.000 δρχ. και για τη σύλληψη ή το φόνο του 700.000 δρχ.
Αυτός όμως συνέχισε για κάποια χρόνια ακόμα απτόητος τη ληστρική δράση.
Οι άλλοι σύντροφοί του το 1929, ήταν ο Νάκος Πανταζής ηλικίας περίπου 25 ετών, ξανθός με λίγο μουστάκι. Ο Τάκας (Χρήστος) Ζαμπούρας, περίπου 27 ετών με μαύρα μαλλιά και γένια καταγόμενος από την Κουτσούφλιανη Καρδίτσας. Ο τέταρτος ήταν ο αποκαλούμενος Καραντώνης ή Τεζές με ξανθά γένια και μουστάκια, ηλικίας 30-32 ετών.
Ο Τζατζάς κατά καιρούς, είχε και άλλους συντρόφους στη ληστοσυμμορία του, όπως τον Κιάμο, τον Τσιλημάστορη, το Ζιώγα κ.ά. ενώ για το θράσος του αφηγούνται ότι την 1η Μαΐου ο Τζατζάς ντυμένος με στολή ενωμοτάρχη και οι σύντροφοί του ντυμένοι με στολές χωροφυλάκων, έκαναν ληστεία την 1η Μαΐου 1928 λίγο έξω από τη Λάρισα.
Οι φήμες τον ήθελαν ερωτύλο, ενώ στα βλαχοχώρια της Θεσσαλίας υπήρχε ο θρύλος, ότι ο Τζατζάς δεν σκότωνε, ήταν δίκαιος, προστάτευε τους αδικημένους, βοηθούσε τους φτωχούς και λήστευε τους πλούσιους.
Όταν έγινε η συγκεκριμένη απαγωγή ομήρων το 1929, ο Τζατζάς πρέπει να ήταν περίπου 55 ετών. Ήταν ψηλός, σφριγηλός, μελαχρινός και συνήθως φορούσε σαρακατσάνικη ενδυμασία.
πηγή:
http://sitalkisking.blogspot.com/2009/12/1929.html
ΜΗΤΡΟΣ ΤΖΑΤΖΑΣ:
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ «ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΡΕΩΝ
Ο στρατιώτης Δημήτριος Τζατζάς κόντρα στις «άπονες εξουσίες»
Ο λήσταρχος Δημήτριος ή Μήτρος Τζατζάς καταγόταν από το χωριό Κρανιά του ανατολικού Ολύμπου και υπήρξε ίσως ένας από τους μεγαλύτερους σε φήμη ληστές της περιοχής. Όταν σκοτώθηκε, ήταν κιόλας περισσότερο από σαράντα χρόνων. Τη ληστρική του ζωή την είχε ξεκινήσει κάπως ανορθόδοξα, σε ηλικία είκοσι έξι χρόνων-αρκετά μεγάλος δηλαδή ,αν αναλογιστεί κανείς ότι οι περισσότεροι ληστές έβγαιναν στο κλαρί σχεδόν αμούστακοι-,στα 1914,όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος στρατιώτης στη Λάρισα, οπότε και λιποτάκτησε.
Εκείνη τη χρονιά ένα από τ΄ αδέλφια του Μήτρου Τζατζά πέθανε στις σκληρές και ανθρωποφάγες φυλακές της Λάρισας από το πολύ ξύλο και τις κακουχίες. Ο Τζατζάς βγήκε στην αναφορά και ζήτησε να του δοθεί μια ολιγοήμερη άδεια προκειμένου να πάει στο χωριό του και να κανονίσει τις λεπτομέρειες της ταφής του αδελφού του.
Όταν όμως η άδεια αυτή δεν δόθηκε, ο αργότερα φοβερός και τρομερός λήσταρχος, ένοιωσε απογοητευμένος και συνάμα αδικημένος. Και τότε, μέσα στην οδύνη και την απελπισία του, πήρε την απόφαση από τη μια να λιποτακτήσει και από την άλλη να γίνει κλαρίτης. Αλλά φαίνεται πως ο Μήτρος Τζατζάς εξακολουθούσε να έχει μέσα του κάποιες αναστολές ή κάποιους δισταγμούς για τον ποιο δρόμο θα έπρεπε τελικά να ακολουθήσει στη ζωή του, για αυτό και τα πρώτα χρόνια του ληστρικού του βίου ασχολήθηκε μόνο με ανάξιες λόγου ζωοκλοπές.
Στα 1917 θα πάρει την απόφαση να ξαναενταχθεί στον έννομο βίο, πιστεύοντας τα λόγια και τις υποσχέσεις ενός ταγματάρχη της χωροφυλακής, του Τσαμούλα, που τον διαβεβαίωνε μέσω τρίτων πως έτσι και παρουσιαζόταν σ΄ αυτόν με τη θέλησή του και παρέδιδε τον οπλισμό του, δεν θα ΄χε να φοβηθεί τίποτα και ο ίδιος θα μεσολαβούσε προκειμένου να μην τιμωρηθεί. Ο Μήτρος Τζατζάς εμπιστεύεται τον αξιωματικό, αλλά μόλις παραδίνεται, συλλαμβάνεται και … φυλακίζεται απ΄ αόριστον στις φυλακές της Λάρισας, εκεί όπου πριν από λίγα χρόνια είχε πεθάνει ο αδερφός του. Στην αρχή δείχνει υπομονή και πίστη στην εξουσία που τον κρατάει σιδηροδέσμιο, σίγουρος πως έχει γίνει κάποιο λάθος και αργά ή γρήγορα η υπόσχεση του αξιωματικού για αμνηστία θα γίνει πραγματικότητα. Αλλά οι πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά του μιλούν για σίγουρη καταδίκη και τον οδηγούν να πάρει την απόφαση να δραπετεύσει και να βγει στα γνώριμα και απάτητα λημέρια των ελληνικών βουνών, αποφασισμένος όμως αυτή τη φορά να παλέψει και να πολεμήσει την άπονη εξουσία.
Ο Μήτρος Τζατζάς ήταν ψηλός και νευρώδης, μελαχρινός, με χαρακτηριστικά αδρά και παροιμιώδη ευγένεια. Είχε φαρδύ στέρνο, δυνατά και γρήγορα πόδια και μεγάλη σωματική και ψυχική αντοχή. Ακόμα ήταν δίκαιος, τίμιος στις ληστρικές συναλλαγές του, ευχάριστος στη συμπεριφορά του, κι έτσι για χρόνια απολάμβανε τη μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση των χωρικών του Ολύμπου και της Όσσας.
Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γυναικοκατακτητές, επονομαζόμενος «Δον Ζουάν» των ελληνικών ορέων. Στη συμπεριφορά του δεν είχε καθόλου στοιχεία αγριότητας. Ήταν δεινός σκοπευτής, αλλά απέφευγε με επιμέλεια να σκοτώνει τους αντιπάλους του, εκτός κι αν βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο η ζωή του. Κατά καιρούς συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους λήσταρχους της εποχής του (Γιαγκούλα, Κουμπαίους κ.ά.).
Η ληστεία στο Όρλιακο Σερρών και ο ληστής με τον γαλάζιο στρατιωτικό μανδύα
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1924, λίγο έξω από το χωριό Όρλιακο Σερρών, το σημερινό Στρυμονικό, τέσσερις ληστές, των οποίων ο επικεφαλής –σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε ένας από τους ληστευθέντες, ο γιατρός Τζηρίδης- «έφερε γαλλικόν στρατιωτικόν μανδύαν γαλάζιου χρώματος, δύο σταυρωτές τελαμώνες που κρατούσαν και συνεκράτουν επί της μέσης του μεγάλην φυσιογγιοθήκην πλήρη φυσιγγίων και εις τας χείρας του εκράτει βουλγαρικόν όπλον μάνλιχερ», σταμάτησαν μια πομπή από πέντε αυτοκίνητα που πήγαιναν από Νιγρίτα προς Θεσσαλονίκη και λήστεψαν τους επιβαίνοντες γιατρούς, καπνεμπόρους και γενικά όλους όσους βρίσκονταν μέσα σ΄ αυτά.
Οι ληστές από αυτό τους το εγχείρημα συγκεντρώνουν, εκτός των άλλων, το ποσό των 100.000 δραχμών. Και τότε θα ξεκινήσει μια γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης των ληστών, με ολόκληρη τη δύναμη της διοίκησης χωροφυλακής Σερρών να σαρώνει τον απέραντο σερραϊκό κάμπο, μεγάλο μέρος της δύναμης χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης να έχει κόψει δρόμο από τη μεριά του Κιλκίς και να προσπαθεί να τους ανακαλύψει προς την περιοχή του Μπέλες και του δρόμου που οδηγεί στα στενά της Κρέσνας, και ένα τμήμα πεζικού που θα βοηθάει και τις δυο προσπάθειες.
Οι ληστές όμως, προλαβαίνουν και περνάνε τα σύνορα μπαίνοντας στο έδαφος της Σερβίας από την περιοχή της Δοϊράνης. Εκεί θα έρθουν σε επικοινωνία με γνωστούς τους ληστοτρόφους, θα μεταμφιεστούν σε φιλήσυχους κτηνοτρόφους και αφού αγοράσουν ένα μεγάλο αριθμό προβάτων, θα λουφάξουν περιμένοντας τις όποιες εξελίξεις. Όμως ό,τι δεν καταφέρνουν τα πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα θα το κάνει ο πλέον επικίνδυνος εχθρός των ληστών, που είναι η προδοσία.
Τον Ιανουάριο του 1925, προδομένος αυτός και οι σύντροφοί του από τους ληστοτρόφους που μέχρι τότε τους είχαν περιθάλψει και βοηθήσει, θα συλληφθούν από τις σερβικές αρχές και θα παραδοθούν στον ανθυπομοίραρχο Φλωρίνης Στεφανάκη, που θα τους μεταφέρει σιδηροδέσμιους στη Θεσσαλονίκη για να τους κλείσει στο φοβερό κάτεργο της εποχής, το Γεντί Κουλέ. Ο Μήτρος Τζατζάς κατάφερε δυο μήνες μετά να δραπετεύσει.
Μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Μπουρλή ή «γερο-Σκοτίδα»,κατάφεραν να βγουν έξω πηδώντας από ύψος οκτώ μέτρων. Λένε μάλιστα πως ο Τζατζάς χρησιμοποίησε κατά τη δραπέτευσή του μια ανοιχτή ομπρέλα, που μετρίασε κάπως την ταχύτητα με την οποία το σώμα του προσέκρουσε στο έδαφος. Ο σύντροφός του δεν θα έχει την ίδια τύχη, πέφτοντας θα τραυματιστεί βαριά στη σπονδυλική στήλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κουνήσει και τα δύο του πόδια. Ο Τζατζάς θα τον κουβαλήσει στις πλάτες του αλλά το εγχείρημα της διάσωσης του τραυματισμένου του συντρόφου παραείναι δύσκολο και θα αναγκαστεί να τον εγκαταλείψει σ΄ ένα παρακείμενο ρέμα.
Ο Μπουρλής θα βρεθεί από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και στις 7 Ιουλίου 1925 θα καθίσει στο εδώλιο του Γ΄ Διαρκούς Στρατοδικείου της Θεσσαλονίκης, μαζί με τους Γκανάτσιο ή Γκάτσιο και Νικόλαο Κοζάρα. Ύστερα από συνοπτική διαδικασία, η απόφαση του στρατοδικείου θα είναι για μεν τον Δημήτριο Μπουρλή ο θάνατος, για δε τον Γκανάτσιο τα ισόβια δεσμά, ενώ θα απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών ο Κοζάρας. Η εκτέλεση του Μπουρλή έγινε ύστερα από μερικές μέρες, όμως ο Μήτρος Τζατζάς ήταν για μια ακόμα φορά ελεύθερος.
Όπου συλλαμβάνεται ο γερουσιαστής Σωτήρης Χατζηγάκης και άλλα …εκατόν τόσα άτομα!
Ο Τζατζάς, ακολουθώντας την παλιά και σίγουρη τακτική των περισσότερων ληστών, θα προτιμήσει την εξαφάνισή του από το ληστρικό προσκήνιο. Για περισσότερα από δύο χρόνια κανείς δεν θα ακούσει και δεν θα ξέρει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτόν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1929 είχαν καταφύγει στο Περτούλι για ξεκούραση, αλλά και για να γλυτώσουν από τα κουνούπια και την ελονοσία, αρκετές κυρίως ευκατάστατες οικογένειες της περιοχής, κι ανάμεσα τους η πάμπλουτη οικογένεια των Αβέρωφ, του Σαμαρά και οι Χατζηγακαίοι, που είχαν τον περίφημο εκείνο πύργο που αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, στέγασε για ένα μικρό χρονικό διάστημα το κοινό στρατηγείο των Άγγλων, του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, για να τον κάψουν τελικά οι Γερμανοί.
Αλλά οι ανέμελες και ξεκούραστες μέρες του καλοκαιριού θα περάσουν γρήγορα για τους παραθεριστές και χωρίς να το καλοκαταλάβουν. Θα το αντιληφθούν τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, όταν ένα πυκνό πέπλο ομίχλης θα σκεπάσει μεγάλο μέρος από το ορεινό αυτό τοπίο και μια τρυφερή και μονότονη βροχή θ' αρχίσει να μουσκεύει σπίτια, ανθρώπους και ζωντανά.
Ήταν καιρός λοιπόν να πάρει τέλος ο παραθερισμός και οι οικογένειες ν΄ αρχίσουν να κατηφορίζουν κατά τον κάμπο, να συμμαζευτούν στα σπίτια τους, να δουν τις δουλειές τους. Και σ' αυτό συμφώνησαν σχεδόν όλες.
Απ΄ αυτούς που θα παραμείνουν θα είναι και η οικογένεια Αβέρωφ, που την τελευταία στιγμή, με απόφαση της μάνας του Βαγγέλη, θα αναβάλει την αναχώρηση της, μη αφήνοντας να φορτωθούν οι αποσκευές της στα ζώα που περίμεναν υπομονετικά από τα βαθιά χαράματα. Απλή τύχη; Μητρική διαίσθηση;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όπως γίνεται γνωστό τις επόμενες μέρες, η οικογένεια Αβέρωφ είχε πάρει εντολή από τον πατέρα Αναστάσιο Αβέρωφ να εμβολιαστεί κατά του τύφου γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι στη Λάρισα, όπου στο εκεί κτήμα τους σκόπευε να μεταβεί, είχε εκδηλωθεί επιδημία τύφου και επομένως ο εμβολιασμός ήταν απαραίτητος. Μάλιστα την ημέρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν είχε γίνει στα μέλη της οικογένειας η δεύτερη δόση του εμβολίου, και για το λόγο αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο να μην πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και το επίπονο ταξίδι της επιστροφής.
Όμως οι πληροφοριοδότες του Μήτρου Τζατζά, που σπεύδουν να τον ενημερώσουν, δεν γνωρίζουν πως έχει αναβάλει την αναχώρηση της.
Εν τω μεταξύ, και με βάση τις εσφαλμένες πληροφορίες των κατασκόπων του, ο λήσταρχος έχει συλλάβει, ένα εκπληκτικό σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα κατατρομάξει την Ελλάδα και θα γελοιοποιήσει για μια ακόμα φορά το επίσημο κράτος: να συλλάβει τα παιδιά της οικογένειας Αβέρωφ και να διεκδικήσει από τους γονιούς τους ως λύτρα ένα αμύθητο χρηματικό ποσό. Από τα χαράματα της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 1929, οι κιραντζήδες (αγωγιάτες) θα φορτώσουν στα ζώα τα πράγματα των υπόλοιπων οικογενειών και κάποια στιγμή οι παραθεριστές θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής, άλλοι με τα πόδια κι άλλοι πάνω στα ζώα, όλοι όμως ξένοιαστοι και χαρούμενοι για το ωραίο καλοκαίρι που είχαν περάσει.
Είναι μια μεγάλη συντροφιά, με τους Χατζηγακαίους να προπορεύονται. Ακολουθεί η νεαρή χήρα Όλγα Παπαγιαννίδου με τα τρία παιδιά της, τη Βασιλική, τον εννιάχρονο τότε Γιώργο και, μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της, την Έφη, τη μετέπειτα συγγραφέα. Από κοντά και οι Σταματοπουλαίοι, οι Μπαλιακαίοι, οι Ραφτακαίοι, οι Κασμάδες και πολλοί άλλοι. Μαζί τους επιστρέφει και ο κοινοτικός γιατρός της Τύρνας Κώστας Ζάχος, που είχε πάει στο Περτούλι για να εξετάσει αρρώστους, καθώς και ένας συνοδός και φρουρός της παρέας, ο υπενωμοτάρχης Καραμπέτσος, που ήταν διοικητής του σταθμού χωροφυλακής στο Περτούλι.
Λίγο αργότερα η μεγάλη αυτή συντροφιά των ανθρώπων θα πάρει σιγοτραγουδώντας και καλαμπουρίζοντας τη στροφή, όπου σήμερα βρίσκεται το εξοχικό κέντρο «Κερκέτειο», θα περάσει το σημείο του χιονοδρομικού κέντρου και θα φτάσει εκεί που έχει χτιστεί το ΄ξωκκλήσι του Αγίου Παύλου από τον εκπολιτιστικό όμιλο ΕΜΟΤ. Στη συνέχεια, θα πλησιάσει στα σύνορα Περτουλίου και Τύρνας, ένα άσχημο και αρκετά επικίνδυνο σημείο του δρόμου σε υψόμετρο 1.150 μέτρων, απ' το οποίο και άρχιζε η κατηφοριά για την Τύρνα.
Και εκεί ακριβώς η άγρια φωνή και η εμφάνιση του λήσταρχου Τζατζά θα διώξουν την ανεμελιά και την ευθυμία της όλης συντροφιάς. Τρομερός στην εμφάνιση του, ζωσμένος χιαστί τα φισεκλίκια και με τ όπλο στο χέρι, ο λήσταρχος θα σταματήσει τους εκδρομείς στη μέση του δρόμου, ενώ την ίδια στιγμή τα παλληκάρια του, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, θα πιάνουν τις γύρω θέσεις. Οι ληστές ψάχνουν ανάμεσα στους συλληφθέντες να βρουν μέλη της οικογένειας Τάσιου Αβέρωφ (πατέρα του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ, που τότε ήταν έφηβος), αλλά δεν στέκονται τυχεροί. Η οικογένεια έχει αναβάλει ήδη την αναχώρηση της. Έτσι αναγκάζονται να επιλέξουν από τους υπόλοιπους συλληφθέντες τους πιο πλούσιους.
Ο ίδιος ο Τζατζάς θα ξεχωρίσει το γιο του Σταματόπουλου, τον μικρό Μελέτη, που ο πατέρας του και τ' αδέλφια του είχαν τότε την Ηλεκτρική Εταιρεία Τρικάλων, ενώ θα τραβήξει στην άκρη τον Μπασιάκο και τον Ραφτάκο, που τον νόμισε για παιδί της πλούσιας οικογένειας Ράπτη από τη Λάρισα. Ύστερα θα γυρίσει κατά το μέρος της νεαρής χήρας Παπαγιαννίδαινας, που έσφιγγε τα παιδιά της, ζητώντας ένα από αυτά.
Η στιγμή είναι τραγική. Η νεαρή μάνα παρακαλεί το λήσταρχο να τα λυπηθεί. Και να η συνέχεια από το βιβλίο της κόρης της Έφης, που τότε ήταν σχεδόν μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της:
«…Στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ληστών και της μητέρας μου, αυτή, που μόλις τότε είχε ξεπεράσει τα τριάντα χρόνια, έδειξε μεγάλο ψυχικό σθένος. Οι κλέφτες που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί όλα τα σχετικά τής ζήτησαν το γιο της για όμηρο, ώσπου να τους στείλει τα λύτρα. Ψύχραιμα αυτή σήκωσε ψηλά εμένα, που, νήπιο τότε ακόμα, κούρνιαζα ήσυχο στην αγκαλιά της ανυποψίαστο για τα όσα φοβερά διαδραματίζονταν γύρω μας και απάντησε: «Πάρτε το γιο μου» (κι ας ήμουν κοριτσάκι), σίγουρη πως δε θα τους βόλευε να κουβαλούν ένα μωρό μαζί τους. Καλού κακού τον εννιάχρονο αδελφό μου, που καθόταν κατάχαμα πλάι στην κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη του αδελφή μας, τον είχε κουκουλώσει, με τη σάρπα της επιδέξια, ώστε να μη διακρίνεται το φύλο του. Κι όταν ο λήσταρχος αποφάσισε να μείνει αυτή όμηρος-εγγυητής για τα λύτρα, αυτή τους είπε: «Είμαι νέα και δεν μπορώ να 'ρθω μαζί σας. Σκοτώστε τα παιδιά μου και εμένα να τελειώνουμε!».
Και τότε τη λύση του δράματος θα δώσει σαν από μηχανής θεός ο γιατρός Κωνσταντίνος Ζάχος, οικογενειάρχης κι αυτός, προσφέροντας τον εαυτό του ως όμηρο στη θέση των παιδιών μέχρι να πληρωθούν τα λύτρα.
Η πρόταση γίνεται δεκτή, αλλά τα προβλήματα δεν θα πάψουν, γιατί οι ληστές θα στραφούν στη συνέχεια στον μικρό Μελέτη Σταματόπουλο, που ο πατέρας του ήταν γαμπρός του γερο-Χατζηγάκη. Ο γερουσιαστής παππούς του ένιωσε να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια του και, αν και άρρωστος ο ίδιος, θα προσφερθεί με τη σειρά του στη θέση του μικρού, λέγοντας πως το αγόρι παθαίνει σεληνιασμό και επομένως θα ήταν εμπόδιο στις περαιτέρω μετακινήσεις τους.
Βέβαια και ο ίδιος, λόγω της ηλικίας του, υπέφερε από προστάτη και είχε δυσουρίες, με αποτέλεσμα όλο το χρονικό διάστημα της ομηρίας του να τον φροντίζει κρυφά ο ληστής Ζαμπούρας από το καλαμπακιώτικο χωριό Κουτσούφλιανη (σημερινό Παναγία), που ο πατέρας του ήταν πολιτικός του φίλος.
Οι ληστές θα πάρουν ακόμα μαζί τους το γιο του Αθανασίου Μπαλιάκου, το γιο του βιοπαλαιστή πιλοποιού Ραφτάκου, καθώς και τον ενωμοτάρχη Καραμπέτσο.
Η αιχμαλωσία των πέντε συνολικά αυτών ανθρώπων θα κρατήσει εννέα μέρες. Με τους ληστές να κρύβονται και να απαιτούν το μυθικό ποσό των 5.000.000 δραχμών για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, τους συγγενείς να προσπαθούν να μαζέψουν τα λύτρα και την Ελλάδα να κρατάει για μια ακόμα φορά την ανάσα της, ενώ τρομοκρατημένοι και «εν σπουδή» θα επιστρέφουν οι άνθρωποι από τα διάφορα γειτονικά παραθεριστικά κέντρα.
Και μαζί μ' αυτούς θα επιστρέψουν, την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου, από το Περτούλι οι εναπομείνασες οικογένειες του Αβέρωφ, του δημάρχου Τρικάλων και ανεψιού του αιχμάλωτου γερουσιαστή Μιχάλη Χατζηγάκη Πεγόπουλου, του Λιούμπα, του Τζαβέ, του Σιφόρη, του Αλ. Χατζηγάκη, του Ράπτη, του Χατζηστεργίου κ.ά., συνοδευόμενες αυτή τη φορά από... εκατόν είκοσι χωροφύλακες και στρατιώτες οπλισμένους σαν αστακούς.
Οι ληστές θα παραμείνουν για μερικές μέρες στην περιοχή της αιχμαλωσίας, ελπίζοντας στην κάθοδο της οικογένειας Αβέρωφ, αλλά θ' απογοητευθούν βλέποντας το απόγευμα της Τετάρτης ν' ανηφορίζουν κατά το Περτούλι αμέτρητοι χωροφύλακες και στρατιώτες για να συνοδέψουν στην επιστροφή τους και τις υπόλοιπες οικογένειες. Έτσι αναγκάζονται ν' αποχωρήσουν, αρκούμενοι στα 5.000.000 λύτρα.
Στη συνέχεια ο γαμπρός του Χατζηγάκη Σταματόπουλος θα ζητήσει από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Περικλή Αργυρόπουλο να μεσολαβήσει ώστε τα λύτρα του γερουσιαστή να καταβληθούν από το κράτος. Όμως το υπουργικό συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίζει αρνητικά. Και με την απόφαση του αυτή συμφωνεί λίγο αργότερα από το εξωτερικό και ο Βενιζέλος, τονίζοντας «όπως μη καθιερωθή η αρχή τής υπό του Κράτους καταβολής λύτρων» και συμπληρώνοντας: «Εάν δεν καταστή δυνατή η άμεσος και αποτελεσματική καταδίωξις των ληστών, όλα τα επιτευχθέντα μέχρι τούδε εκ των κυβερνητικών μέτρων αποτελέσματα θα εξουδετερωθούν».
Είναι ένα ζεστό πρωινό και οι υπουργοί συνέρχονται υπό την προεδρία του Θεμιστοκλή Σοφούλη στο πολιτικό του γραφείο με πρώτο θέμα τη ληστεία στο Περτούλι. Εκεί ο από τις 3 Ιουλίου υπουργός των Εσωτερικών Περικλής ή Πεπές Αργυρόπουλος διαβάζει την τηλεγραφική αίτηση του εργοστασιάρχη Σταματόπουλου, που στέλνεται μέσω του νομάρχη Τρικάλων και με την οποία «παρακαλείται η κυβέρνησις να καταβάλλη εξ ονόματος του Κράτους τα ζητηθέντα λύτρα διά τον Γερουσιαστήν Χατζηγάκην».
Η αίτηση -στην οποία γίνεται μνεία του προηγουμένου της ληστείας των Μελά και Μυλωνά- απορρίπτεται παμψηφεί με το αιτιολογικό ότι η κυβέρνηση δεν κατέβαλε τα λύτρα εκείνης της αιχμαλωσίας, «αλλά απλώς εγγυήθηκε στην Εθνική Τράπεζα για λογαριασμό της συγγενούς του Μελά κυρίας Σλήμαν, πιστώτριας του Κράτους, διά ποσόν 17 εκ. δρχ.».
Μιλούν οι... εμπειρογνώμονες αδελφοί Κουμπαίοι
Η ληστεία και η αιχμαλωσία του γερουσιαστή Σωτήρη Χατζηγάκη συγκλόνισε, όπως ήταν επόμενο, όλη την Ελλάδα. Φυσικά η είδηση έφτασε και στα σκοτεινά κι ανήλιαγα κελιά των φυλακισμένων Κουμπαίων, που βρήκαν την ευκαιρία να δώσουν άλλη μια συνέντευξη, μιλώντας αυτή τη φορά για το φίλο τους Μήτρο Τζατζά. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 11 Σεπτεμβρίου 1929 κάτω από τον τίτλο «Δύο... έντιμοι συνάδελφοι, οι Κουμπαίοι, κρίνουν την ζωήν και το έργον του Τζατζά: ιπποτικός, θρασύς και διαρκώς ερωτευμένος».
Ο δημοσιογράφος που τους επισκέφθηκε στις φυλακές Συγγρού τους βρήκε να έχουν στην κυριολεξία ξεκοκκαλίσει όλες τις εφημερίδες των τελευταίων ημερών που αναφέρονταν στη ληστεία, για ν' αποφανθούν στη συνέχεια με ύφος... εμπειρογνώμονα:
«Καλή δουλειά έκαμε πάλι ο Γέρος. Σου έχει κάτι ιδέες, όλο επιτυχία!»
Στο δημοσιογράφο της εφημερίδας οι Τάκης και Κώστας Κουμπής θα παρουσιαστούν καθαροί, χτενισμένοι, καλοταϊσμένοι, για ν' απαντήσει ο ένας από αυτούς, ο Τάκης Κουμπής, σε όσες ερωτήσεις αυτός ήθελε. Και να η άποψη του για τον Μήτρο Τζατζά:
«…Ο Τζατζάς είναι άνθρωπος που ξέρει να κάνει τη δουλειά του. Λένε ότι δεν πιάνεται τόσα χρόνια. Και βέβαια δεν πιάνεται γιατί δεν πείραξε κανέναν ποτέ του. Όσο γι' αυτούς που λήστεψε αυτό δεν πιάνεται γιατί αυτό είναι δουλειά! Η δ'λειά δ'λειά και η φιλία φιλία. Εξόν απ' αυτούς που έπιασε με τα παλληκάρια του, άλλους δεν πείραξε. Γι’ αυτό και όλοι οι Σαρακατσαναίοι τον αγαπούν τον Τζατζά .
Πού να τον πιάσουν λοιπόν τα αποσπάσματα.
Άκουσε τι συνέβη μια φορά, όταν ήμαστε μαζί παρέα πάνω στην Κακαβιά. Ήταν καλή ώρα σαν και τώρα και σα χειμώνιαζε ο Τζατζάς είπε να πάμε να κάτσουμε στα χειμαδιά. 'Οπως κάνουν δηλαδή όλοι οι «κλέφτες» τον χειμώνα. Πάνε κοντά με τους Σαρακατσαναίους. 'Οπου τα κοπάδια εκεί πάνε και οι ληστές. Πού να ζήσουν μες στα χιόνια δίχως ανθρώπους και ψωμί οι ληστές; Κάποια μπαμπεσιά ήταν λοιπόν και καθώς κατεβαίνουμε την Κακαβιά μας έκαμαν γιουρούσι δέκα χωροφύλακες. Εμείς ήμαστε τέσσερις μονάχα. Οι χωροφύλακες μας κυαλάρισαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο μπροστά. Τους πρωτόδε «ο Γέρος». Ο Νάκος ο Πανταζής που ήταν κοντά μας μας είπε να βγάλουμε τα πιστόλια και να τους ριχτούμε.
«Όχι», είπε ο Γέρος, «λακάτε κατά κάτω!» Και λακίσαμε προς τη ρεματιά. Εκεί κρυφτήκαμε ώσπου βράδιασε. Ο Τζατζάς μας είπε κι ανεβήκαμε πάνω στα έλατα. Πέντε ώρες μείναμε εκεί. Ο Γέρος χώθηκε σα φίδι σε μια τρύπα όπου έμεινε τέσσερις ώρες χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Τα αποσπάσματα τρεις φόρες πέρασαν από εκεί και ένας ενωμοτάρχης κάθησε δίπλα στην τρύπα που ήταν ο Τζατζάς. Εμείς λέγαμε πως θα 'σκασε ο Γέρος εκεί μέσα. Πού να πάθει τίποτα όμως. Μόλις έφυγαν οι χωροφύλακες και νύχτωσε βγήκε από μέσα σαν λάστιχο. Και ήταν μια χαρά. Την νύχτα ήταν καλύτερα.
Πήγαμε και κονιάσαμε στο σπίτι ενός βλάχου. Τον φίλησε μόλις τον είδε τον Γέρο. Ο Τζατζάς μας είπε να κοιμηθούμε ήσυχοι και να μη φυλάξει κανείς καραούλι όπως κάναμε πάντοτε τη νύχτα.
Τότε του λέει ο Νάκος Πανταζής: «Καπετάνιε, μήπως μας σκοτώσουν!» «Σώπα, βρε φοβιτσιάρη!» φώναξε ο Γέρος. «Εδώ 'μαι γω και μπαμπεσιά δεν γίνεται». Και εκοιμήθηκε πρώτος αυτός για να μας δώσει θάρρος.
Την ίδια νύχτα πέρασε και το απόσπασμα και κόνιασε στο άλλο δωμάτιο. Ούτε κι αυτό τον έκαμε να ιδρώσει τ' αυτί του. Ο βλάχος περιποιήθηκε και τους χωροφύλακες όπως κι εμάς. Ο αξιωματικός τον ρώτησε, αν ήξερε πού είναι ο Τζατζάς και το μαρτυρούσε θα φρόντιζε να 'παιρνε τριακόσιες χιλιάδες δραχμές αλλά ο βλάχος δεν άνοιξε καθόλου το στόμα του να μας προδώσει. Έτσι τον αγαπούν όλοι οι βλάχοι τον Γέρο και γι΄ αυτό δεν θα τον πιάσουν ποτέ. Και τον αγαπούν γιατί τους ταΐζει όλους. Όλα του τα λεφτά σ' αυτούς τα δίνει. Κάθε δ'λειά που κάνει τους στέλνει και τη μίντζα τους! Όλοι τρώνε από δαύτον. Όλο χοντροδ'λειές και όλο απένταρος είναι... Είναι παλληκάρι ο Γέρος.
Αυτός μέσα στην Παραμυθιά έπιασε ολόκληρο απόσπασμα και το έμαθε γυμναστική! Ήταν τότε με τον Κιάμο. Εκεί που γλεντούσαν -ήταν Λαμπρή- μέσα στο χωριό, ήρθε ένας ανθυπομοίραρχος με πέντε χωροφύλακες. Δεν τον εγνώριζε τον Τζατζά και πήγε να πάρει κι αυτός ένα κρασί. Ο ίδιος ο Γέρος μάλιστα του το πρόσφερε. «Τι θέλεις εδώ πάνου καπετάνιε;» τον ρώτησε. «Θέλω να πιάσω τον Τζατζά». του είπε εκείνος. «Έχεις τόσο κουράγιο;» τον ρώτησε ο Γέρος. «Να τον ιδώ μονάχα και θα ιδής τι θα γίνει. Θα του κόψω τα πόδια!» «Ε, εγώ 'μαι! Βάρα με λοιπόν!» Ο ανθυπομοίραρχος τάχασε κι άρχισε να τρέμει. Ο Τζατζά: γελούσε. «Τράβα μωρέ το πιστόλι σου!» του είπε. Πού να τραβήξει αυτός όμως. Τον παρακάλεσε μόνο να φύγει για να μην βρει τον μπελά του. «Θα φύγω εγώ όταν θέλω», είπε ο Γέρος.
Κατόπιν φώναξε όλους τους χωροφυλάκους: «Ελάτε όλοι εδώ», τους είπε. Συνάχτηκαν όλοι εμπρός του και ξέρεις τι έκαμε; Άρχισε να τους... γυμνάζει! «Προσοχή! Εμπρός μαρς. 'ένα δυο... Ένα δυο!» Μία ώρα τους γύμναζε και γελούσε μαζί μ' όλο το χωριό, ώσπου τους λυπήθηκε και τους έδωκε απόλα (απόλυση) να φύγουν.
Μα μήπως είναι μόνο αυτά; Αυτός έπιασε 15 αυτοκίνητα (πρόκειται για τη ληστεία στο Όρλιακο) και μέσα στην Άρτα τσάκωσε τον Καραγκούνη, πράξη για την οποία κατηγορούν εμάς. Είναι η υπόθεση που λένε πως θα μας δικάσουν εδώ πέρα στην Αθήνα. Ύστερα ξέχασες που πήδηξε απόνα παράθυρο του Γεντί Κουλέ με μια ομπρέλα στα χέρια; Αυτός μας τα διηγόνταν πάντα και ξεραίνονταν στα γέλια. Με το στεφάνι ενός μπουγέλου λιμάρισε τα σίδερα ενός παραθυριού και μπόρεσε κι έφυγε. Αυτό είναι και το φάλτσο του: Τ' αρέσει να λέει πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι. Όλους, τους Ρετζαίους, τον Κιάμο, τον Ζώγα, τον Παληομάστορα, τον Ζήντρο, όλους τους περνάει για τίποτα. «Ρεζιλεύουν τη δ'λειά», λέει ολοένα. «Αν ήμουν αρχή με το ένα δάχτυλο θα τους έπιανα».
Εμείς κάμαμε μαζί του μόνο έναν μήνα. Ύστερα χωρίσαμε. Αυτός δεν πολυκάνει παρέες. Το 'χει αυτό για σοφία. «Θέλετε να 'χετε φίλους», μας έλεγε. «Μην πολυκάνετε παρέες». Και γι' αυτό χωρίσαμε αλλά και γιατί μας ρεζίλευε ολοένα. Μέσα στις στάνες στα χωριά που κοιμάται δεν φοβάται κανέναν. 'Οταν είναι στο κλαρί φοβάται τους συντρόφους του. Ένα παιδί που 'χει κοντά του -ανεψίδ' του λέει πως είναι- αυτό τον φυλάει όταν κοιμάται στο βουνό. Είναι κι άλλα ακόμη. Το κυριότερο όμως είναι η τρέλα του.
Ξεκινάει και πάει μέσα στις πολιτείες για να βρει γυναίκες. Τα περισσότερα του λεφτά στις γυναίκες τα δίνει. Τις κουβαλάει και πάνω στα λημέρια. Μια φορά έφερε μια και κοντέψαμε να σκοτωθούμε όλοι μας. Έβαλε αυτή σπιουνιές πως κάποιος την πείραξε τη νύχτα και ο Τζατζάς το πήρε επί πόνου. Άρπαξε το πιστόλι του και της ζητούσε να του πει ποιος ήταν αυτός. Αυτή φοβήθηκε και δεν μαρτύρησε. Αλλά θυμώσαμε κι εμείς οι άλλοι γιατί μας προσέβαλε για μια παλιογυναίκα και πήγαμε να σκοτωθούμε.
Πιστεύω μάλιστα πως εμένα υποψιαζόταν. Εγώ δεν του είπα τίποτα αλλά χωρίσαμε. Πονάει όμως ο κακομοίρης για τα «παιδιά» και σε πολλούς στέλνει λεφτά στη φυλακή. Σε μένα δεν έστειλε γιατί εμένα δεν με χωνεύει για τη δουλειά του Μελά - Μυλωνά. Ήθελε πολύ μερδικό κι εγώ είχα να ταΐσω τόσους ανθρώπους τότε. Έτσι ούτε τον χωνεύω ούτε δεν τον χωνεύω. Όλες οι δουλειές έχουν μπερδέματα. Μα ο Γέρος είναι καλός και να ιδήτε ότι θα τους ξεφύγει πάλι...»
Μία «πολεμική επιχείρηση» που κράτησε μόνο δύο ώρες
Ύστερα από εννέα ημέρες οι ληστές -παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες- θα αναγκαστούν να απελευθερώσουν τους κρατούμενους περιορίζοντας τις απαιτήσεις τους στις 600.000 δραχμές, μιας και κινδύνευαν άμεσα από τα πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Και, για μια ακόμα φορά ο Μήτρος Τζατζάς και τα παλληκάρια του (Πανταζής, Τάκης Ζαμπούρας, Χρ. Τάσης και Ι. Σαρακατσάνης) θα προσπαθήσουν, ακολουθώντας την οικεία τους τακτική, να εξαφανιστούν παίρνοντας το δρόμο προς το χωριό Περλιάγκα (σημερινή Γλυκομηλιά), που ήταν προς την περιοχή της Καλαμπάκας, για να περάσουν στη συνέχεια στα Χάσια.
Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα παραείναι δύσκολα και η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή και τη δράση τους φαίνεται, πως έχει κιόλας αρχίσει...
Όσοι γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα εκείνης της εποχής υποστήριζαν πως ο λήσταρχος Τζατζάς μόνο τότε θα μπορούσε να εξοντωθεί, όταν θα κινούνταν εναντίον του τουλάχιστον... πέντε χιλιάδες καλά οργανωμένοι και εξοπλισμένοι οπλίτες και άλλοι τόσοι καλά εξοπλισμένοι χωρικοί, προκειμένου όλοι μαζί να σχηματίσουν έναν κλοιό από την Ελασσόνα μέχρι τα Χάσια, από τον οποίο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει τίποτε απολύτως. Επομένως για τη σύλληψη ή την εξόντωση του θα έπρεπε να καταστρωθεί μια καθαρά πολεμική επιχείρηση, για να μπορεί κανείς να αναμένει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Μόνο που γι' αυτήν, που οδήγησε τελικά στην εξόντωση του, απαιτήθηκα πολύ μικρότερος αριθμός αντρών και φυσικά πολύ λιγότερος χρόνος.
Το βράδυ του Σαββάτου 22 Μαρτίου 1930 εκατό χωροφύλακες –«καταλλήλως ειδοποιηθέντες»- έπιασαν την κορυφογραμμή πάνω από το Μικρό Κεσερλή (σημερινή Ελάτεια), στη θέση Παλαιοκαρυά και σε μικρή απόσταση από τη Λάρισα. Η φοβερή, είναι αλήθεια, συμπλοκή ανάμεσα στους ληστές και στα καταδιωκτικά αποσπάσματα άρχισε με το ξημέρωμα της Κυριακής 23 Μαρτίου και, αντίθετα με τις προβλέψεις, δεν κράτησε παραπάνω από ένα δίωρο, στη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από σφαίρα του ανθυπομοίραρχου Γ. Βαρδουλάκη ο Μήτρος Τζατζάς και λίγο αργότερα ο σύντροφος του Καραντώνης.
Ύστερα από μερικές ώρες θα ανευρεθεί και θα σκοτωθεί και ο τραυματισμένος Χρήστος ή Τάκης Ζαμπούρας. Από τη μεριά της χωροφυλακής σκοτώθηκαν ο χωροφύλακας Τσάμης και ο τριανταδυάχρονος, θρυλικός την εποχή εκείνη, ανθυπασπιστής Δαφέρμος, που θεωρούνταν ληστοφάγος και που λίγα χρόνια πριν είχε επιβεβαιώσει τη φήμη του κατά τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, σκοτώνοντας τους επικίνδυνους και φοβερούς ληστές Βελώνη και Γκατσαβέλη.
Ο Τζατζάς ήταν επικηρυγμένος με το ποσό των 700.000 δραχμών, ενώ από 300.000 δραχμές ήταν οι Χρήστος Ζαμπούρας και Ηλίας Καραντώνης ή Μπούτος ή Μποτσάρας, που καταγόταν από το Μικρό Κεσερλή της Λάρισας.
Τρία τηλεγραφήματα έφτασαν στο υπουργείο Εσωτερικών από τη Λάρισα την Κυριακή 23 Μαρτίου του 1930:
Το πρώτο στις μία και μισή το μεσημέρι με αποστολέα το νομάρχη της Λάρισας και παραλήπτη τον υπουργό των Εσωτερικών:
«Αναφέρω ότι η συμμορία Τζατζά περικυκλωθείσα από της νυκτός εις την θέσιν Παλαιοκαρυά παρά το χωρίον Μικρό Κεσερλή, υπό δυνάμεως 15 αποσπασμάτων εξοντώθη κατόπιν δίωρου συμπλοκής εν μέσω απόκρημνων βράχων. Εφονεύθη ο λήσταρχος Τζατζάς και ο ληστής Καραντώνης, του Ζαμπούρα τραυματισθέντος ασφαλώς και επικείμενης της εξοντώσεώς του. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθη ο ανθυπασπιστής Δαφέρμος και εις χωροφύλαξ, έτερος δε χωροφύλαξ ετραυματίσθη σοβαρώς».
Ο υπάλληλος, αφού συνέρθει και πάρει επιβεβαίωση του σήματος από τη Λάρισα, ειδοποιεί τον προϊστάμενο του, κι εκείνος με τη σειρά του τον υπουργό των Εσωτερικών Γεώργιο Σίδερη. Ο Σίδερης περιχαρής τηλεφωνεί και ενημερώνει τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Μία ώρα αργότερα στο ίδιο υπουργείο θα φτάσει το εξής διευκρινιστικό τηλεγράφημα:
«Συμμορία Τζατζά, περικυκλωθείσα από βαθύτατης νυκτός εν θέσει Παλιοκαρυά του χωρίου Μικρό Κεσερλή υπό δυνάμεως 15 αποσπασμάτων, εξοντώθη κατόπιν διώρου φονικωτάτης συμπλοκής εν μέσω απόκρημνων και απρόσιτων βράχων. Εφονεύθη ο λήσταρχος Τζατζάς και ο ληστής Καραντώνης. Ο Ζαμπούρας ετραυματίσθη ασφαλώς και τελεί εν ασφυκτικώ κλοιώ, επίκειται δε εξόντωσίς του.»
Αργά τη νύχτα στο υπουργείο των Εσωτερικών θα φτάσει κι ένα τρίτο τηλεγράφημα, που θα το υπογράφει, ο γενικός επόπτης των αποσπασμάτων Δροσόπουλος:
«Κατόπιν δευτέρας ωριαίας συμπλοκής ληξάσης την δεκάτη τρίτην ώραν, εφονεύθη ο διαφυγών τρίτος ληστής Ζαμπούρας. Τα πτώματα των φονευθέντων οργάνων της χωροφυλακής ανθυπασπιστού Δαφέρμου και χωροφύλακος άνευ θητείας Τσάμη Παναγιώτου εκ Σερβίων μετεφέρθησαν εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον της Λαρίσης εις το οποίον μετηνέχθη και ο τραυματισθείς ακινδύνως εις την ωμοπλάτην μόνιμος χωροφύλαξ Χασταμπάκης Αντώνιος εκ Κυδωνίας Κρήτης».
- Από το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη, "Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν", εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
Ο Μήτρος Τζατζάς κατάγονταν από την Κρανιά Ραψάνης Ολύμπου. Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 και 1913, αν και υπάγονταν στις εφεδρικές ηλικίες που στρατεύονταν, αυτός φυγοδίκησε και ευθύς αμέσως άρχισε τις ληστείες. Μέχρι το 1918, συνεργαζόμενος με το ληστή Βελώνη, είχε διαπράξει σωρεία ζωοκλοπών και ληστειών και κατέγραψε στο ενεργητικό του και το φόνο ενός κτηνοτρόφου.
Το Μάρτιο του 1920 ξεγελάσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του ειρηνοδίκη Ραψάνης και του διοικητή Χωροφυλακής Τσαμπούλα ότι δεν θα καταδιωχθεί αν παραδοθεί, εμφανίσθηκε, αλλά συνελήφθη και κλείσθηκε στις φυλακές της Λάρισας. Εκεί μετά από εγκλεισμό ενός μηνός δωροδόκησε ένα φύλακα και δραπέτευσε ξαναρχίζοντας την παράνομη δράση του στις περιοχές της Θεσσαλίας, των Γρεβενών, της Πιερίας, της Ηπείρου φτάνοντας μέχρι την Αλβανία και τη Σερβία, όπου συνεργάσθηκε με ληστές αυτών των περιοχών. Στη Σερβία μάλιστα, όπου είχε καταφύγει μετά το 1924 έμεινε δύο χρόνια, αγόρασε ποίμνιο προβάτων και παρίστανε τον κτηνοτρόφο.
Τον κατέδωσαν όμως και οι σερβικές αρχές που τον συνέλαβαν τον παρέδωσαν στις ελληνικές αρχές και βρέθηκε έγκλειστος επί τέσσερις μήνες στις φυλακές του Γεντή Κουλέ της Θεσσαλονίκης. Εκεί κρύβοντας στο κελί του μια μεταλλική στεφάνη ενός κουβά, κατασκεύασε μόνος του ένα αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έκοψε τα σίδερα του παραθύρου του κελιού του και δραπέτευσε με τον συγκρατούμενο και σύντροφό του στις ληστείες Μπουρλή. Πέφτοντας κάτω ο Μπουρλής τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια και τη σπονδυλική του στήλη και ο Τζατζάς τον μετέφερε στους ώμους σε μεγάλη απόσταση και τον έκρυψε σε μια χαράδρα και ο ίδιος απομακρύνθηκε γιατί ξημέρωνε.
Ο Μπουρλής ανήμπορος συνελήφθη την άλλη μέρα και τελικά καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η εκτέλεσή του έγινε έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος ο Τζατζάς καταδικάσθηκε επίσης σε ερήμην σε θάνατο και επικηρύχθηκε αντί 1 εκ. δρχ. Τον είχαν επικηρύξει οι αρχές από το 1921 ως ληστή, δίνοντας για την κατάδειξη του 300.000 δρχ. και για τη σύλληψη ή το φόνο του 700.000 δρχ.
Αυτός όμως συνέχισε για κάποια χρόνια ακόμα απτόητος τη ληστρική δράση.
Οι άλλοι σύντροφοί του το 1929, ήταν ο Νάκος Πανταζής ηλικίας περίπου 25 ετών, ξανθός με λίγο μουστάκι. Ο Τάκας (Χρήστος) Ζαμπούρας, περίπου 27 ετών με μαύρα μαλλιά και γένια καταγόμενος από την Κουτσούφλιανη Καρδίτσας. Ο τέταρτος ήταν ο αποκαλούμενος Καραντώνης ή Τεζές με ξανθά γένια και μουστάκια, ηλικίας 30-32 ετών.
Ο Τζατζάς κατά καιρούς, είχε και άλλους συντρόφους στη ληστοσυμμορία του, όπως τον Κιάμο, τον Τσιλημάστορη, το Ζιώγα κ.ά. ενώ για το θράσος του αφηγούνται ότι την 1η Μαΐου ο Τζατζάς ντυμένος με στολή ενωμοτάρχη και οι σύντροφοί του ντυμένοι με στολές χωροφυλάκων, έκαναν ληστεία την 1η Μαΐου 1928 λίγο έξω από τη Λάρισα.
Οι φήμες τον ήθελαν ερωτύλο, ενώ στα βλαχοχώρια της Θεσσαλίας υπήρχε ο θρύλος, ότι ο Τζατζάς δεν σκότωνε, ήταν δίκαιος, προστάτευε τους αδικημένους, βοηθούσε τους φτωχούς και λήστευε τους πλούσιους.
Όταν έγινε η συγκεκριμένη απαγωγή ομήρων το 1929, ο Τζατζάς πρέπει να ήταν περίπου 55 ετών. Ήταν ψηλός, σφριγηλός, μελαχρινός και συνήθως φορούσε σαρακατσάνικη ενδυμασία.
πηγή:
http://sitalkisking.blogspot.com/2009/12/1929.html
2 Απ: Ο Λήσταρχος Μήτρος Τζατζάς στό Τρι 03 Μαϊος 2011, 01:55
Χλόη
ΜΗΤΡΟΣ ΤΖΑΤΖΑΣ:
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ «ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΡΕΩΝ
Ο στρατιώτης Δημήτριος Τζατζάς κόντρα στις «άπονες εξουσίες»
Ο λήσταρχος Δημήτριος ή Μήτρος Τζατζάς καταγόταν από το χωριό Κρανιά του ανατολικού Ολύμπου και υπήρξε ίσως ένας από τους μεγαλύτερους σε φήμη ληστές της περιοχής. Όταν σκοτώθηκε, ήταν κιόλας περισσότερο από σαράντα χρόνων. Τη ληστρική του ζωή την είχε ξεκινήσει κάπως ανορθόδοξα, σε ηλικία είκοσι έξι χρόνων-αρκετά μεγάλος δηλαδή ,αν αναλογιστεί κανείς ότι οι περισσότεροι ληστές έβγαιναν στο κλαρί σχεδόν αμούστακοι-,στα 1914,όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος στρατιώτης στη Λάρισα, οπότε και λιποτάκτησε.
Εκείνη τη χρονιά ένα από τ΄ αδέλφια του Μήτρου Τζατζά πέθανε στις σκληρές και ανθρωποφάγες φυλακές της Λάρισας από το πολύ ξύλο και τις κακουχίες. Ο Τζατζάς βγήκε στην αναφορά και ζήτησε να του δοθεί μια ολιγοήμερη άδεια προκειμένου να πάει στο χωριό του και να κανονίσει τις λεπτομέρειες της ταφής του αδελφού του.
Όταν όμως η άδεια αυτή δεν δόθηκε, ο αργότερα φοβερός και τρομερός λήσταρχος, ένοιωσε απογοητευμένος και συνάμα αδικημένος. Και τότε, μέσα στην οδύνη και την απελπισία του, πήρε την απόφαση από τη μια να λιποτακτήσει και από την άλλη να γίνει κλαρίτης. Αλλά φαίνεται πως ο Μήτρος Τζατζάς εξακολουθούσε να έχει μέσα του κάποιες αναστολές ή κάποιους δισταγμούς για τον ποιο δρόμο θα έπρεπε τελικά να ακολουθήσει στη ζωή του, για αυτό και τα πρώτα χρόνια του ληστρικού του βίου ασχολήθηκε μόνο με ανάξιες λόγου ζωοκλοπές.
Στα 1917 θα πάρει την απόφαση να ξαναενταχθεί στον έννομο βίο, πιστεύοντας τα λόγια και τις υποσχέσεις ενός ταγματάρχη της χωροφυλακής, του Τσαμούλα, που τον διαβεβαίωνε μέσω τρίτων πως έτσι και παρουσιαζόταν σ΄ αυτόν με τη θέλησή του και παρέδιδε τον οπλισμό του, δεν θα ΄χε να φοβηθεί τίποτα και ο ίδιος θα μεσολαβούσε προκειμένου να μην τιμωρηθεί. Ο Μήτρος Τζατζάς εμπιστεύεται τον αξιωματικό, αλλά μόλις παραδίνεται, συλλαμβάνεται και … φυλακίζεται απ΄ αόριστον στις φυλακές της Λάρισας, εκεί όπου πριν από λίγα χρόνια είχε πεθάνει ο αδερφός του. Στην αρχή δείχνει υπομονή και πίστη στην εξουσία που τον κρατάει σιδηροδέσμιο, σίγουρος πως έχει γίνει κάποιο λάθος και αργά ή γρήγορα η υπόσχεση του αξιωματικού για αμνηστία θα γίνει πραγματικότητα. Αλλά οι πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά του μιλούν για σίγουρη καταδίκη και τον οδηγούν να πάρει την απόφαση να δραπετεύσει και να βγει στα γνώριμα και απάτητα λημέρια των ελληνικών βουνών, αποφασισμένος όμως αυτή τη φορά να παλέψει και να πολεμήσει την άπονη εξουσία.
Ο Μήτρος Τζατζάς ήταν ψηλός και νευρώδης, μελαχρινός, με χαρακτηριστικά αδρά και παροιμιώδη ευγένεια. Είχε φαρδύ στέρνο, δυνατά και γρήγορα πόδια και μεγάλη σωματική και ψυχική αντοχή. Ακόμα ήταν δίκαιος, τίμιος στις ληστρικές συναλλαγές του, ευχάριστος στη συμπεριφορά του, κι έτσι για χρόνια απολάμβανε τη μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση των χωρικών του Ολύμπου και της Όσσας.
Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γυναικοκατακτητές, επονομαζόμενος «Δον Ζουάν» των ελληνικών ορέων. Στη συμπεριφορά του δεν είχε καθόλου στοιχεία αγριότητας. Ήταν δεινός σκοπευτής, αλλά απέφευγε με επιμέλεια να σκοτώνει τους αντιπάλους του, εκτός κι αν βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο η ζωή του. Κατά καιρούς συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους λήσταρχους της εποχής του (Γιαγκούλα, Κουμπαίους κ.ά.).
Η ληστεία στο Όρλιακο Σερρών και ο ληστής με τον γαλάζιο στρατιωτικό μανδύα
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1924, λίγο έξω από το χωριό Όρλιακο Σερρών, το σημερινό Στρυμονικό, τέσσερις ληστές, των οποίων ο επικεφαλής –σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε ένας από τους ληστευθέντες, ο γιατρός Τζηρίδης- «έφερε γαλλικόν στρατιωτικόν μανδύαν γαλάζιου χρώματος, δύο σταυρωτές τελαμώνες που κρατούσαν και συνεκράτουν επί της μέσης του μεγάλην φυσιογγιοθήκην πλήρη φυσιγγίων και εις τας χείρας του εκράτει βουλγαρικόν όπλον μάνλιχερ», σταμάτησαν μια πομπή από πέντε αυτοκίνητα που πήγαιναν από Νιγρίτα προς Θεσσαλονίκη και λήστεψαν τους επιβαίνοντες γιατρούς, καπνεμπόρους και γενικά όλους όσους βρίσκονταν μέσα σ΄ αυτά.
Οι ληστές από αυτό τους το εγχείρημα συγκεντρώνουν, εκτός των άλλων, το ποσό των 100.000 δραχμών. Και τότε θα ξεκινήσει μια γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης των ληστών, με ολόκληρη τη δύναμη της διοίκησης χωροφυλακής Σερρών να σαρώνει τον απέραντο σερραϊκό κάμπο, μεγάλο μέρος της δύναμης χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης να έχει κόψει δρόμο από τη μεριά του Κιλκίς και να προσπαθεί να τους ανακαλύψει προς την περιοχή του Μπέλες και του δρόμου που οδηγεί στα στενά της Κρέσνας, και ένα τμήμα πεζικού που θα βοηθάει και τις δυο προσπάθειες.
Οι ληστές όμως, προλαβαίνουν και περνάνε τα σύνορα μπαίνοντας στο έδαφος της Σερβίας από την περιοχή της Δοϊράνης. Εκεί θα έρθουν σε επικοινωνία με γνωστούς τους ληστοτρόφους, θα μεταμφιεστούν σε φιλήσυχους κτηνοτρόφους και αφού αγοράσουν ένα μεγάλο αριθμό προβάτων, θα λουφάξουν περιμένοντας τις όποιες εξελίξεις. Όμως ό,τι δεν καταφέρνουν τα πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα θα το κάνει ο πλέον επικίνδυνος εχθρός των ληστών, που είναι η προδοσία.
Τον Ιανουάριο του 1925, προδομένος αυτός και οι σύντροφοί του από τους ληστοτρόφους που μέχρι τότε τους είχαν περιθάλψει και βοηθήσει, θα συλληφθούν από τις σερβικές αρχές και θα παραδοθούν στον ανθυπομοίραρχο Φλωρίνης Στεφανάκη, που θα τους μεταφέρει σιδηροδέσμιους στη Θεσσαλονίκη για να τους κλείσει στο φοβερό κάτεργο της εποχής, το Γεντί Κουλέ. Ο Μήτρος Τζατζάς κατάφερε δυο μήνες μετά να δραπετεύσει.
Μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Μπουρλή ή «γερο-Σκοτίδα»,κατάφεραν να βγουν έξω πηδώντας από ύψος οκτώ μέτρων. Λένε μάλιστα πως ο Τζατζάς χρησιμοποίησε κατά τη δραπέτευσή του μια ανοιχτή ομπρέλα, που μετρίασε κάπως την ταχύτητα με την οποία το σώμα του προσέκρουσε στο έδαφος. Ο σύντροφός του δεν θα έχει την ίδια τύχη, πέφτοντας θα τραυματιστεί βαριά στη σπονδυλική στήλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κουνήσει και τα δύο του πόδια. Ο Τζατζάς θα τον κουβαλήσει στις πλάτες του αλλά το εγχείρημα της διάσωσης του τραυματισμένου του συντρόφου παραείναι δύσκολο και θα αναγκαστεί να τον εγκαταλείψει σ΄ ένα παρακείμενο ρέμα.
Ο Μπουρλής θα βρεθεί από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και στις 7 Ιουλίου 1925 θα καθίσει στο εδώλιο του Γ΄ Διαρκούς Στρατοδικείου της Θεσσαλονίκης, μαζί με τους Γκανάτσιο ή Γκάτσιο και Νικόλαο Κοζάρα. Ύστερα από συνοπτική διαδικασία, η απόφαση του στρατοδικείου θα είναι για μεν τον Δημήτριο Μπουρλή ο θάνατος, για δε τον Γκανάτσιο τα ισόβια δεσμά, ενώ θα απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών ο Κοζάρας. Η εκτέλεση του Μπουρλή έγινε ύστερα από μερικές μέρες, όμως ο Μήτρος Τζατζάς ήταν για μια ακόμα φορά ελεύθερος.
Όπου συλλαμβάνεται ο γερουσιαστής Σωτήρης Χατζηγάκης και άλλα …εκατόν τόσα άτομα!
Ο Τζατζάς, ακολουθώντας την παλιά και σίγουρη τακτική των περισσότερων ληστών, θα προτιμήσει την εξαφάνισή του από το ληστρικό προσκήνιο. Για περισσότερα από δύο χρόνια κανείς δεν θα ακούσει και δεν θα ξέρει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτόν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1929 είχαν καταφύγει στο Περτούλι για ξεκούραση, αλλά και για να γλυτώσουν από τα κουνούπια και την ελονοσία, αρκετές κυρίως ευκατάστατες οικογένειες της περιοχής, κι ανάμεσα τους η πάμπλουτη οικογένεια των Αβέρωφ, του Σαμαρά και οι Χατζηγακαίοι, που είχαν τον περίφημο εκείνο πύργο που αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, στέγασε για ένα μικρό χρονικό διάστημα το κοινό στρατηγείο των Άγγλων, του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, για να τον κάψουν τελικά οι Γερμανοί.
Αλλά οι ανέμελες και ξεκούραστες μέρες του καλοκαιριού θα περάσουν γρήγορα για τους παραθεριστές και χωρίς να το καλοκαταλάβουν. Θα το αντιληφθούν τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, όταν ένα πυκνό πέπλο ομίχλης θα σκεπάσει μεγάλο μέρος από το ορεινό αυτό τοπίο και μια τρυφερή και μονότονη βροχή θ' αρχίσει να μουσκεύει σπίτια, ανθρώπους και ζωντανά.
Ήταν καιρός λοιπόν να πάρει τέλος ο παραθερισμός και οι οικογένειες ν΄ αρχίσουν να κατηφορίζουν κατά τον κάμπο, να συμμαζευτούν στα σπίτια τους, να δουν τις δουλειές τους. Και σ' αυτό συμφώνησαν σχεδόν όλες.
Απ΄ αυτούς που θα παραμείνουν θα είναι και η οικογένεια Αβέρωφ, που την τελευταία στιγμή, με απόφαση της μάνας του Βαγγέλη, θα αναβάλει την αναχώρηση της, μη αφήνοντας να φορτωθούν οι αποσκευές της στα ζώα που περίμεναν υπομονετικά από τα βαθιά χαράματα. Απλή τύχη; Μητρική διαίσθηση;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όπως γίνεται γνωστό τις επόμενες μέρες, η οικογένεια Αβέρωφ είχε πάρει εντολή από τον πατέρα Αναστάσιο Αβέρωφ να εμβολιαστεί κατά του τύφου γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι στη Λάρισα, όπου στο εκεί κτήμα τους σκόπευε να μεταβεί, είχε εκδηλωθεί επιδημία τύφου και επομένως ο εμβολιασμός ήταν απαραίτητος. Μάλιστα την ημέρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν είχε γίνει στα μέλη της οικογένειας η δεύτερη δόση του εμβολίου, και για το λόγο αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο να μην πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και το επίπονο ταξίδι της επιστροφής.
Όμως οι πληροφοριοδότες του Μήτρου Τζατζά, που σπεύδουν να τον ενημερώσουν, δεν γνωρίζουν πως έχει αναβάλει την αναχώρηση της.
Εν τω μεταξύ, και με βάση τις εσφαλμένες πληροφορίες των κατασκόπων του, ο λήσταρχος έχει συλλάβει, ένα εκπληκτικό σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα κατατρομάξει την Ελλάδα και θα γελοιοποιήσει για μια ακόμα φορά το επίσημο κράτος: να συλλάβει τα παιδιά της οικογένειας Αβέρωφ και να διεκδικήσει από τους γονιούς τους ως λύτρα ένα αμύθητο χρηματικό ποσό. Από τα χαράματα της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 1929, οι κιραντζήδες (αγωγιάτες) θα φορτώσουν στα ζώα τα πράγματα των υπόλοιπων οικογενειών και κάποια στιγμή οι παραθεριστές θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής, άλλοι με τα πόδια κι άλλοι πάνω στα ζώα, όλοι όμως ξένοιαστοι και χαρούμενοι για το ωραίο καλοκαίρι που είχαν περάσει.
Είναι μια μεγάλη συντροφιά, με τους Χατζηγακαίους να προπορεύονται. Ακολουθεί η νεαρή χήρα Όλγα Παπαγιαννίδου με τα τρία παιδιά της, τη Βασιλική, τον εννιάχρονο τότε Γιώργο και, μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της, την Έφη, τη μετέπειτα συγγραφέα. Από κοντά και οι Σταματοπουλαίοι, οι Μπαλιακαίοι, οι Ραφτακαίοι, οι Κασμάδες και πολλοί άλλοι. Μαζί τους επιστρέφει και ο κοινοτικός γιατρός της Τύρνας Κώστας Ζάχος, που είχε πάει στο Περτούλι για να εξετάσει αρρώστους, καθώς και ένας συνοδός και φρουρός της παρέας, ο υπενωμοτάρχης Καραμπέτσος, που ήταν διοικητής του σταθμού χωροφυλακής στο Περτούλι.
Λίγο αργότερα η μεγάλη αυτή συντροφιά των ανθρώπων θα πάρει σιγοτραγουδώντας και καλαμπουρίζοντας τη στροφή, όπου σήμερα βρίσκεται το εξοχικό κέντρο «Κερκέτειο», θα περάσει το σημείο του χιονοδρομικού κέντρου και θα φτάσει εκεί που έχει χτιστεί το ΄ξωκκλήσι του Αγίου Παύλου από τον εκπολιτιστικό όμιλο ΕΜΟΤ. Στη συνέχεια, θα πλησιάσει στα σύνορα Περτουλίου και Τύρνας, ένα άσχημο και αρκετά επικίνδυνο σημείο του δρόμου σε υψόμετρο 1.150 μέτρων, απ' το οποίο και άρχιζε η κατηφοριά για την Τύρνα.
Και εκεί ακριβώς η άγρια φωνή και η εμφάνιση του λήσταρχου Τζατζά θα διώξουν την ανεμελιά και την ευθυμία της όλης συντροφιάς. Τρομερός στην εμφάνιση του, ζωσμένος χιαστί τα φισεκλίκια και με τ όπλο στο χέρι, ο λήσταρχος θα σταματήσει τους εκδρομείς στη μέση του δρόμου, ενώ την ίδια στιγμή τα παλληκάρια του, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, θα πιάνουν τις γύρω θέσεις. Οι ληστές ψάχνουν ανάμεσα στους συλληφθέντες να βρουν μέλη της οικογένειας Τάσιου Αβέρωφ (πατέρα του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ, που τότε ήταν έφηβος), αλλά δεν στέκονται τυχεροί. Η οικογένεια έχει αναβάλει ήδη την αναχώρηση της. Έτσι αναγκάζονται να επιλέξουν από τους υπόλοιπους συλληφθέντες τους πιο πλούσιους.
Ο ίδιος ο Τζατζάς θα ξεχωρίσει το γιο του Σταματόπουλου, τον μικρό Μελέτη, που ο πατέρας του και τ' αδέλφια του είχαν τότε την Ηλεκτρική Εταιρεία Τρικάλων, ενώ θα τραβήξει στην άκρη τον Μπασιάκο και τον Ραφτάκο, που τον νόμισε για παιδί της πλούσιας οικογένειας Ράπτη από τη Λάρισα. Ύστερα θα γυρίσει κατά το μέρος της νεαρής χήρας Παπαγιαννίδαινας, που έσφιγγε τα παιδιά της, ζητώντας ένα από αυτά.
Η στιγμή είναι τραγική. Η νεαρή μάνα παρακαλεί το λήσταρχο να τα λυπηθεί. Και να η συνέχεια από το βιβλίο της κόρης της Έφης, που τότε ήταν σχεδόν μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της:
«…Στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ληστών και της μητέρας μου, αυτή, που μόλις τότε είχε ξεπεράσει τα τριάντα χρόνια, έδειξε μεγάλο ψυχικό σθένος. Οι κλέφτες που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί όλα τα σχετικά τής ζήτησαν το γιο της για όμηρο, ώσπου να τους στείλει τα λύτρα. Ψύχραιμα αυτή σήκωσε ψηλά εμένα, που, νήπιο τότε ακόμα, κούρνιαζα ήσυχο στην αγκαλιά της ανυποψίαστο για τα όσα φοβερά διαδραματίζονταν γύρω μας και απάντησε: «Πάρτε το γιο μου» (κι ας ήμουν κοριτσάκι), σίγουρη πως δε θα τους βόλευε να κουβαλούν ένα μωρό μαζί τους. Καλού κακού τον εννιάχρονο αδελφό μου, που καθόταν κατάχαμα πλάι στην κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη του αδελφή μας, τον είχε κουκουλώσει, με τη σάρπα της επιδέξια, ώστε να μη διακρίνεται το φύλο του. Κι όταν ο λήσταρχος αποφάσισε να μείνει αυτή όμηρος-εγγυητής για τα λύτρα, αυτή τους είπε: «Είμαι νέα και δεν μπορώ να 'ρθω μαζί σας. Σκοτώστε τα παιδιά μου και εμένα να τελειώνουμε!».
Και τότε τη λύση του δράματος θα δώσει σαν από μηχανής θεός ο γιατρός Κωνσταντίνος Ζάχος, οικογενειάρχης κι αυτός, προσφέροντας τον εαυτό του ως όμηρο στη θέση των παιδιών μέχρι να πληρωθούν τα λύτρα.
Η πρόταση γίνεται δεκτή, αλλά τα προβλήματα δεν θα πάψουν, γιατί οι ληστές θα στραφούν στη συνέχεια στον μικρό Μελέτη Σταματόπουλο, που ο πατέρας του ήταν γαμπρός του γερο-Χατζηγάκη. Ο γερουσιαστής παππούς του ένιωσε να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια του και, αν και άρρωστος ο ίδιος, θα προσφερθεί με τη σειρά του στη θέση του μικρού, λέγοντας πως το αγόρι παθαίνει σεληνιασμό και επομένως θα ήταν εμπόδιο στις περαιτέρω μετακινήσεις τους.
Βέβαια και ο ίδιος, λόγω της ηλικίας του, υπέφερε από προστάτη και είχε δυσουρίες, με αποτέλεσμα όλο το χρονικό διάστημα της ομηρίας του να τον φροντίζει κρυφά ο ληστής Ζαμπούρας από το καλαμπακιώτικο χωριό Κουτσούφλιανη (σημερινό Παναγία), που ο πατέρας του ήταν πολιτικός του φίλος.
Οι ληστές θα πάρουν ακόμα μαζί τους το γιο του Αθανασίου Μπαλιάκου, το γιο του βιοπαλαιστή πιλοποιού Ραφτάκου, καθώς και τον ενωμοτάρχη Καραμπέτσο.
Η αιχμαλωσία των πέντε συνολικά αυτών ανθρώπων θα κρατήσει εννέα μέρες. Με τους ληστές να κρύβονται και να απαιτούν το μυθικό ποσό των 5.000.000 δραχμών για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, τους συγγενείς να προσπαθούν να μαζέψουν τα λύτρα και την Ελλάδα να κρατάει για μια ακόμα φορά την ανάσα της, ενώ τρομοκρατημένοι και «εν σπουδή» θα επιστρέφουν οι άνθρωποι από τα διάφορα γειτονικά παραθεριστικά κέντρα.
Και μαζί μ' αυτούς θα επιστρέψουν, την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου, από το Περτούλι οι εναπομείνασες οικογένειες του Αβέρωφ, του δημάρχου Τρικάλων και ανεψιού του αιχμάλωτου γερουσιαστή Μιχάλη Χατζηγάκη Πεγόπουλου, του Λιούμπα, του Τζαβέ, του Σιφόρη, του Αλ. Χατζηγάκη, του Ράπτη, του Χατζηστεργίου κ.ά., συνοδευόμενες αυτή τη φορά από... εκατόν είκοσι χωροφύλακες και στρατιώτες οπλισμένους σαν αστακούς.
Οι ληστές θα παραμείνουν για μερικές μέρες στην περιοχή της αιχμαλωσίας, ελπίζοντας στην κάθοδο της οικογένειας Αβέρωφ, αλλά θ' απογοητευθούν βλέποντας το απόγευμα της Τετάρτης ν' ανηφορίζουν κατά το Περτούλι αμέτρητοι χωροφύλακες και στρατιώτες για να συνοδέψουν στην επιστροφή τους και τις υπόλοιπες οικογένειες. Έτσι αναγκάζονται ν' αποχωρήσουν, αρκούμενοι στα 5.000.000 λύτρα.
Στη συνέχεια ο γαμπρός του Χατζηγάκη Σταματόπουλος θα ζητήσει από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Περικλή Αργυρόπουλο να μεσολαβήσει ώστε τα λύτρα του γερουσιαστή να καταβληθούν από το κράτος. Όμως το υπουργικό συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίζει αρνητικά. Και με την απόφαση του αυτή συμφωνεί λίγο αργότερα από το εξωτερικό και ο Βενιζέλος, τονίζοντας «όπως μη καθιερωθή η αρχή τής υπό του Κράτους καταβολής λύτρων» και συμπληρώνοντας: «Εάν δεν καταστή δυνατή η άμεσος και αποτελεσματική καταδίωξις των ληστών, όλα τα επιτευχθέντα μέχρι τούδε εκ των κυβερνητικών μέτρων αποτελέσματα θα εξουδετερωθούν».
Είναι ένα ζεστό πρωινό και οι υπουργοί συνέρχονται υπό την προεδρία του Θεμιστοκλή Σοφούλη στο πολιτικό του γραφείο με πρώτο θέμα τη ληστεία στο Περτούλι. Εκεί ο από τις 3 Ιουλίου υπουργός των Εσωτερικών Περικλής ή Πεπές Αργυρόπουλος διαβάζει την τηλεγραφική αίτηση του εργοστασιάρχη Σταματόπουλου, που στέλνεται μέσω του νομάρχη Τρικάλων και με την οποία «παρακαλείται η κυβέρνησις να καταβάλλη εξ ονόματος του Κράτους τα ζητηθέντα λύτρα διά τον Γερουσιαστήν Χατζηγάκην».
Η αίτηση -στην οποία γίνεται μνεία του προηγουμένου της ληστείας των Μελά και Μυλωνά- απορρίπτεται παμψηφεί με το αιτιολογικό ότι η κυβέρνηση δεν κατέβαλε τα λύτρα εκείνης της αιχμαλωσίας, «αλλά απλώς εγγυήθηκε στην Εθνική Τράπεζα για λογαριασμό της συγγενούς του Μελά κυρίας Σλήμαν, πιστώτριας του Κράτους, διά ποσόν 17 εκ. δρχ.».
Μιλούν οι... εμπειρογνώμονες αδελφοί Κουμπαίοι
Η ληστεία και η αιχμαλωσία του γερουσιαστή Σωτήρη Χατζηγάκη συγκλόνισε, όπως ήταν επόμενο, όλη την Ελλάδα. Φυσικά η είδηση έφτασε και στα σκοτεινά κι ανήλιαγα κελιά των φυλακισμένων Κουμπαίων, που βρήκαν την ευκαιρία να δώσουν άλλη μια συνέντευξη, μιλώντας αυτή τη φορά για το φίλο τους Μήτρο Τζατζά. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 11 Σεπτεμβρίου 1929 κάτω από τον τίτλο «Δύο... έντιμοι συνάδελφοι, οι Κουμπαίοι, κρίνουν την ζωήν και το έργον του Τζατζά: ιπποτικός, θρασύς και διαρκώς ερωτευμένος».
Ο δημοσιογράφος που τους επισκέφθηκε στις φυλακές Συγγρού τους βρήκε να έχουν στην κυριολεξία ξεκοκκαλίσει όλες τις εφημερίδες των τελευταίων ημερών που αναφέρονταν στη ληστεία, για ν' αποφανθούν στη συνέχεια με ύφος... εμπειρογνώμονα:
«Καλή δουλειά έκαμε πάλι ο Γέρος. Σου έχει κάτι ιδέες, όλο επιτυχία!»
Στο δημοσιογράφο της εφημερίδας οι Τάκης και Κώστας Κουμπής θα παρουσιαστούν καθαροί, χτενισμένοι, καλοταϊσμένοι, για ν' απαντήσει ο ένας από αυτούς, ο Τάκης Κουμπής, σε όσες ερωτήσεις αυτός ήθελε. Και να η άποψη του για τον Μήτρο Τζατζά:
«…Ο Τζατζάς είναι άνθρωπος που ξέρει να κάνει τη δουλειά του. Λένε ότι δεν πιάνεται τόσα χρόνια. Και βέβαια δεν πιάνεται γιατί δεν πείραξε κανέναν ποτέ του. Όσο γι' αυτούς που λήστεψε αυτό δεν πιάνεται γιατί αυτό είναι δουλειά! Η δ'λειά δ'λειά και η φιλία φιλία. Εξόν απ' αυτούς που έπιασε με τα παλληκάρια του, άλλους δεν πείραξε. Γι’ αυτό και όλοι οι Σαρακατσαναίοι τον αγαπούν τον Τζατζά .
Πού να τον πιάσουν λοιπόν τα αποσπάσματα.
Άκουσε τι συνέβη μια φορά, όταν ήμαστε μαζί παρέα πάνω στην Κακαβιά. Ήταν καλή ώρα σαν και τώρα και σα χειμώνιαζε ο Τζατζάς είπε να πάμε να κάτσουμε στα χειμαδιά. 'Οπως κάνουν δηλαδή όλοι οι «κλέφτες» τον χειμώνα. Πάνε κοντά με τους Σαρακατσαναίους. 'Οπου τα κοπάδια εκεί πάνε και οι ληστές. Πού να ζήσουν μες στα χιόνια δίχως ανθρώπους και ψωμί οι ληστές; Κάποια μπαμπεσιά ήταν λοιπόν και καθώς κατεβαίνουμε την Κακαβιά μας έκαμαν γιουρούσι δέκα χωροφύλακες. Εμείς ήμαστε τέσσερις μονάχα. Οι χωροφύλακες μας κυαλάρισαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο μπροστά. Τους πρωτόδε «ο Γέρος». Ο Νάκος ο Πανταζής που ήταν κοντά μας μας είπε να βγάλουμε τα πιστόλια και να τους ριχτούμε.
«Όχι», είπε ο Γέρος, «λακάτε κατά κάτω!» Και λακίσαμε προς τη ρεματιά. Εκεί κρυφτήκαμε ώσπου βράδιασε. Ο Τζατζάς μας είπε κι ανεβήκαμε πάνω στα έλατα. Πέντε ώρες μείναμε εκεί. Ο Γέρος χώθηκε σα φίδι σε μια τρύπα όπου έμεινε τέσσερις ώρες χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Τα αποσπάσματα τρεις φόρες πέρασαν από εκεί και ένας ενωμοτάρχης κάθησε δίπλα στην τρύπα που ήταν ο Τζατζάς. Εμείς λέγαμε πως θα 'σκασε ο Γέρος εκεί μέσα. Πού να πάθει τίποτα όμως. Μόλις έφυγαν οι χωροφύλακες και νύχτωσε βγήκε από μέσα σαν λάστιχο. Και ήταν μια χαρά. Την νύχτα ήταν καλύτερα.
Πήγαμε και κονιάσαμε στο σπίτι ενός βλάχου. Τον φίλησε μόλις τον είδε τον Γέρο. Ο Τζατζάς μας είπε να κοιμηθούμε ήσυχοι και να μη φυλάξει κανείς καραούλι όπως κάναμε πάντοτε τη νύχτα.
Τότε του λέει ο Νάκος Πανταζής: «Καπετάνιε, μήπως μας σκοτώσουν!» «Σώπα, βρε φοβιτσιάρη!» φώναξε ο Γέρος. «Εδώ 'μαι γω και μπαμπεσιά δεν γίνεται». Και εκοιμήθηκε πρώτος αυτός για να μας δώσει θάρρος.
Την ίδια νύχτα πέρασε και το απόσπασμα και κόνιασε στο άλλο δωμάτιο. Ούτε κι αυτό τον έκαμε να ιδρώσει τ' αυτί του. Ο βλάχος περιποιήθηκε και τους χωροφύλακες όπως κι εμάς. Ο αξιωματικός τον ρώτησε, αν ήξερε πού είναι ο Τζατζάς και το μαρτυρούσε θα φρόντιζε να 'παιρνε τριακόσιες χιλιάδες δραχμές αλλά ο βλάχος δεν άνοιξε καθόλου το στόμα του να μας προδώσει. Έτσι τον αγαπούν όλοι οι βλάχοι τον Γέρο και γι΄ αυτό δεν θα τον πιάσουν ποτέ. Και τον αγαπούν γιατί τους ταΐζει όλους. Όλα του τα λεφτά σ' αυτούς τα δίνει. Κάθε δ'λειά που κάνει τους στέλνει και τη μίντζα τους! Όλοι τρώνε από δαύτον. Όλο χοντροδ'λειές και όλο απένταρος είναι... Είναι παλληκάρι ο Γέρος.
Αυτός μέσα στην Παραμυθιά έπιασε ολόκληρο απόσπασμα και το έμαθε γυμναστική! Ήταν τότε με τον Κιάμο. Εκεί που γλεντούσαν -ήταν Λαμπρή- μέσα στο χωριό, ήρθε ένας ανθυπομοίραρχος με πέντε χωροφύλακες. Δεν τον εγνώριζε τον Τζατζά και πήγε να πάρει κι αυτός ένα κρασί. Ο ίδιος ο Γέρος μάλιστα του το πρόσφερε. «Τι θέλεις εδώ πάνου καπετάνιε;» τον ρώτησε. «Θέλω να πιάσω τον Τζατζά». του είπε εκείνος. «Έχεις τόσο κουράγιο;» τον ρώτησε ο Γέρος. «Να τον ιδώ μονάχα και θα ιδής τι θα γίνει. Θα του κόψω τα πόδια!» «Ε, εγώ 'μαι! Βάρα με λοιπόν!» Ο ανθυπομοίραρχος τάχασε κι άρχισε να τρέμει. Ο Τζατζά: γελούσε. «Τράβα μωρέ το πιστόλι σου!» του είπε. Πού να τραβήξει αυτός όμως. Τον παρακάλεσε μόνο να φύγει για να μην βρει τον μπελά του. «Θα φύγω εγώ όταν θέλω», είπε ο Γέρος.
Κατόπιν φώναξε όλους τους χωροφυλάκους: «Ελάτε όλοι εδώ», τους είπε. Συνάχτηκαν όλοι εμπρός του και ξέρεις τι έκαμε; Άρχισε να τους... γυμνάζει! «Προσοχή! Εμπρός μαρς. 'ένα δυο... Ένα δυο!» Μία ώρα τους γύμναζε και γελούσε μαζί μ' όλο το χωριό, ώσπου τους λυπήθηκε και τους έδωκε απόλα (απόλυση) να φύγουν.
Μα μήπως είναι μόνο αυτά; Αυτός έπιασε 15 αυτοκίνητα (πρόκειται για τη ληστεία στο Όρλιακο) και μέσα στην Άρτα τσάκωσε τον Καραγκούνη, πράξη για την οποία κατηγορούν εμάς. Είναι η υπόθεση που λένε πως θα μας δικάσουν εδώ πέρα στην Αθήνα. Ύστερα ξέχασες που πήδηξε απόνα παράθυρο του Γεντί Κουλέ με μια ομπρέλα στα χέρια; Αυτός μας τα διηγόνταν πάντα και ξεραίνονταν στα γέλια. Με το στεφάνι ενός μπουγέλου λιμάρισε τα σίδερα ενός παραθυριού και μπόρεσε κι έφυγε. Αυτό είναι και το φάλτσο του: Τ' αρέσει να λέει πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι. Όλους, τους Ρετζαίους, τον Κιάμο, τον Ζώγα, τον Παληομάστορα, τον Ζήντρο, όλους τους περνάει για τίποτα. «Ρεζιλεύουν τη δ'λειά», λέει ολοένα. «Αν ήμουν αρχή με το ένα δάχτυλο θα τους έπιανα».
Εμείς κάμαμε μαζί του μόνο έναν μήνα. Ύστερα χωρίσαμε. Αυτός δεν πολυκάνει παρέες. Το 'χει αυτό για σοφία. «Θέλετε να 'χετε φίλους», μας έλεγε. «Μην πολυκάνετε παρέες». Και γι' αυτό χωρίσαμε αλλά και γιατί μας ρεζίλευε ολοένα. Μέσα στις στάνες στα χωριά που κοιμάται δεν φοβάται κανέναν. 'Οταν είναι στο κλαρί φοβάται τους συντρόφους του. Ένα παιδί που 'χει κοντά του -ανεψίδ' του λέει πως είναι- αυτό τον φυλάει όταν κοιμάται στο βουνό. Είναι κι άλλα ακόμη. Το κυριότερο όμως είναι η τρέλα του.
Ξεκινάει και πάει μέσα στις πολιτείες για να βρει γυναίκες. Τα περισσότερα του λεφτά στις γυναίκες τα δίνει. Τις κουβαλάει και πάνω στα λημέρια. Μια φορά έφερε μια και κοντέψαμε να σκοτωθούμε όλοι μας. Έβαλε αυτή σπιουνιές πως κάποιος την πείραξε τη νύχτα και ο Τζατζάς το πήρε επί πόνου. Άρπαξε το πιστόλι του και της ζητούσε να του πει ποιος ήταν αυτός. Αυτή φοβήθηκε και δεν μαρτύρησε. Αλλά θυμώσαμε κι εμείς οι άλλοι γιατί μας προσέβαλε για μια παλιογυναίκα και πήγαμε να σκοτωθούμε.
Πιστεύω μάλιστα πως εμένα υποψιαζόταν. Εγώ δεν του είπα τίποτα αλλά χωρίσαμε. Πονάει όμως ο κακομοίρης για τα «παιδιά» και σε πολλούς στέλνει λεφτά στη φυλακή. Σε μένα δεν έστειλε γιατί εμένα δεν με χωνεύει για τη δουλειά του Μελά - Μυλωνά. Ήθελε πολύ μερδικό κι εγώ είχα να ταΐσω τόσους ανθρώπους τότε. Έτσι ούτε τον χωνεύω ούτε δεν τον χωνεύω. Όλες οι δουλειές έχουν μπερδέματα. Μα ο Γέρος είναι καλός και να ιδήτε ότι θα τους ξεφύγει πάλι...»
Μία «πολεμική επιχείρηση» που κράτησε μόνο δύο ώρες
Ύστερα από εννέα ημέρες οι ληστές -παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες- θα αναγκαστούν να απελευθερώσουν τους κρατούμενους περιορίζοντας τις απαιτήσεις τους στις 600.000 δραχμές, μιας και κινδύνευαν άμεσα από τα πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Και, για μια ακόμα φορά ο Μήτρος Τζατζάς και τα παλληκάρια του (Πανταζής, Τάκης Ζαμπούρας, Χρ. Τάσης και Ι. Σαρακατσάνης) θα προσπαθήσουν, ακολουθώντας την οικεία τους τακτική, να εξαφανιστούν παίρνοντας το δρόμο προς το χωριό Περλιάγκα (σημερινή Γλυκομηλιά), που ήταν προς την περιοχή της Καλαμπάκας, για να περάσουν στη συνέχεια στα Χάσια.
Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα παραείναι δύσκολα και η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή και τη δράση τους φαίνεται, πως έχει κιόλας αρχίσει...
Όσοι γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα εκείνης της εποχής υποστήριζαν πως ο λήσταρχος Τζατζάς μόνο τότε θα μπορούσε να εξοντωθεί, όταν θα κινούνταν εναντίον του τουλάχιστον... πέντε χιλιάδες καλά οργανωμένοι και εξοπλισμένοι οπλίτες και άλλοι τόσοι καλά εξοπλισμένοι χωρικοί, προκειμένου όλοι μαζί να σχηματίσουν έναν κλοιό από την Ελασσόνα μέχρι τα Χάσια, από τον οποίο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει τίποτε απολύτως. Επομένως για τη σύλληψη ή την εξόντωση του θα έπρεπε να καταστρωθεί μια καθαρά πολεμική επιχείρηση, για να μπορεί κανείς να αναμένει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Μόνο που γι' αυτήν, που οδήγησε τελικά στην εξόντωση του, απαιτήθηκα πολύ μικρότερος αριθμός αντρών και φυσικά πολύ λιγότερος χρόνος.
Το βράδυ του Σαββάτου 22 Μαρτίου 1930 εκατό χωροφύλακες –«καταλλήλως ειδοποιηθέντες»- έπιασαν την κορυφογραμμή πάνω από το Μικρό Κεσερλή (σημερινή Ελάτεια), στη θέση Παλαιοκαρυά και σε μικρή απόσταση από τη Λάρισα. Η φοβερή, είναι αλήθεια, συμπλοκή ανάμεσα στους ληστές και στα καταδιωκτικά αποσπάσματα άρχισε με το ξημέρωμα της Κυριακής 23 Μαρτίου και, αντίθετα με τις προβλέψεις, δεν κράτησε παραπάνω από ένα δίωρο, στη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από σφαίρα του ανθυπομοίραρχου Γ. Βαρδουλάκη ο Μήτρος Τζατζάς και λίγο αργότερα ο σύντροφος του Καραντώνης.
Ύστερα από μερικές ώρες θα ανευρεθεί και θα σκοτωθεί και ο τραυματισμένος Χρήστος ή Τάκης Ζαμπούρας. Από τη μεριά της χωροφυλακής σκοτώθηκαν ο χωροφύλακας Τσάμης και ο τριανταδυάχρονος, θρυλικός την εποχή εκείνη, ανθυπασπιστής Δαφέρμος, που θεωρούνταν ληστοφάγος και που λίγα χρόνια πριν είχε επιβεβαιώσει τη φήμη του κατά τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, σκοτώνοντας τους επικίνδυνους και φοβερούς ληστές Βελώνη και Γκατσαβέλη.
Ο Τζατζάς ήταν επικηρυγμένος με το ποσό των 700.000 δραχμών, ενώ από 300.000 δραχμές ήταν οι Χρήστος Ζαμπούρας και Ηλίας Καραντώνης ή Μπούτος ή Μποτσάρας, που καταγόταν από το Μικρό Κεσερλή της Λάρισας.
Τρία τηλεγραφήματα έφτασαν στο υπουργείο Εσωτερικών από τη Λάρισα την Κυριακή 23 Μαρτίου του 1930:
Το πρώτο στις μία και μισή το μεσημέρι με αποστολέα το νομάρχη της Λάρισας και παραλήπτη τον υπουργό των Εσωτερικών:
«Αναφέρω ότι η συμμορία Τζατζά περικυκλωθείσα από της νυκτός εις την θέσιν Παλαιοκαρυά παρά το χωρίον Μικρό Κεσερλή, υπό δυνάμεως 15 αποσπασμάτων εξοντώθη κατόπιν δίωρου συμπλοκής εν μέσω απόκρημνων βράχων. Εφονεύθη ο λήσταρχος Τζατζάς και ο ληστής Καραντώνης, του Ζαμπούρα τραυματισθέντος ασφαλώς και επικείμενης της εξοντώσεώς του. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθη ο ανθυπασπιστής Δαφέρμος και εις χωροφύλαξ, έτερος δε χωροφύλαξ ετραυματίσθη σοβαρώς».
Ο υπάλληλος, αφού συνέρθει και πάρει επιβεβαίωση του σήματος από τη Λάρισα, ειδοποιεί τον προϊστάμενο του, κι εκείνος με τη σειρά του τον υπουργό των Εσωτερικών Γεώργιο Σίδερη. Ο Σίδερης περιχαρής τηλεφωνεί και ενημερώνει τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Μία ώρα αργότερα στο ίδιο υπουργείο θα φτάσει το εξής διευκρινιστικό τηλεγράφημα:
«Συμμορία Τζατζά, περικυκλωθείσα από βαθύτατης νυκτός εν θέσει Παλιοκαρυά του χωρίου Μικρό Κεσερλή υπό δυνάμεως 15 αποσπασμάτων, εξοντώθη κατόπιν διώρου φονικωτάτης συμπλοκής εν μέσω απόκρημνων και απρόσιτων βράχων. Εφονεύθη ο λήσταρχος Τζατζάς και ο ληστής Καραντώνης. Ο Ζαμπούρας ετραυματίσθη ασφαλώς και τελεί εν ασφυκτικώ κλοιώ, επίκειται δε εξόντωσίς του.»
Αργά τη νύχτα στο υπουργείο των Εσωτερικών θα φτάσει κι ένα τρίτο τηλεγράφημα, που θα το υπογράφει, ο γενικός επόπτης των αποσπασμάτων Δροσόπουλος:
«Κατόπιν δευτέρας ωριαίας συμπλοκής ληξάσης την δεκάτη τρίτην ώραν, εφονεύθη ο διαφυγών τρίτος ληστής Ζαμπούρας. Τα πτώματα των φονευθέντων οργάνων της χωροφυλακής ανθυπασπιστού Δαφέρμου και χωροφύλακος άνευ θητείας Τσάμη Παναγιώτου εκ Σερβίων μετεφέρθησαν εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον της Λαρίσης εις το οποίον μετηνέχθη και ο τραυματισθείς ακινδύνως εις την ωμοπλάτην μόνιμος χωροφύλαξ Χασταμπάκης Αντώνιος εκ Κυδωνίας Κρήτης».
- Από το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη, "Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν", εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
γεια σου ρε σύντροφε μήτρο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟ ΠΑΛΗΚΑΡΙΑ !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΨΩΛΟΜΠΑΤΣΟΥΣ,ΤΙΣ ΕΛΕΕΙΝΕΣ ΣΚΟΥΛΙΚΑΝΤΕΡΕΣ ΠΟΥ ΓΛΥΦΟΥΝ ΤΑ ΣΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ !!